Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Τμήμα Οδικών Μεταφορών: σαδισμός ή διαφθορά;

Η ασυδοσία που συνάντησε ο Κωνσταντίνος Φρίξου στο Τμήμα Οδικών μεταφορών (ΤΟΜ) και ιδιαίτερα στο δημόσιο Κέντρο τεχνικού Ελέγχου Μηχανοκίνητων Οχημάτων (ΚΕΜΟ), πιθανών να φανεί γνώριμη. Παρόμοια ασυδοσία αποκαλύπτεται σε διάφορες υπηρεσίες του κράτους, στις οποίες είμαστε αναγκασμένοι να απευθυνόμαστε. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια, όπως κάνουμε συνήθως οι περισσότεροι σε τέτοιες περιπτώσεις. Αντίθετα, αγωνίζεται όχι μόνο να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, αλλά να πολεμήσει αυτή τη νοσηρή κατάσταση, ώστε να μην συμβεί ξανά σε άλλους. Αν όλοι είχαμε μια τέτοια στάση, τέτοια φαινόμενα δεν θα υπήρχαν. Ως ΚΙΝΑΜΕ χαιρετίζουμε την πρωτοβουλία του, στεκόμαστε δίπλα του και καλούμε όλους όσους έχουν αντιμετωπίσει παρόμοιες καταστάσεις, να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Σε τελική ανάλυση, οι αρμόδιοι μπορούν να συμπεριφέρονται έτσι, επειδή εκτός από την εκάστοτε κυβέρνηση, τους το επιτρέπουμε και εμείς οι πολίτες.

Η μεταχείριση που δέχτηκε ο Κ. Φρίξου είναι τουλάχιστον ύποπτη. Δεν αποκλείεται πίσω από τη σαδιστική συμπεριφορά των επιθεωρητών του ΚΕΜΟ και της κάλυψής τους από τον διευθυντή του ΤΟΜ, να κρύβεται ένα κύκλωμα διαφθοράς. Φυσικά δεν κατηγορούμε κανέναν, προς το παρόν. Ωστόσο, τα γεγονότα δικαιολογούν τη διενέργεια έρευνας από πλευράς της πολιτείας. Ας δούμε όμως πρώτα τα γεγονότα, όπως τα περιγράφει ο ίδιος:

Ο Κωνσταντίνος Φρίξου, τελειόφοιτος φοιτητής του Τμήματος Μηχανικών Μηχανολογίας και Κατασκευαστικής του Πανεπιστημίου Κύπρου και απόφοιτος της δραματικής σχολής Βλαδίμηρου Καυκαρίδη, αγόρασε ένα παλιό λεωφορείο, με σκοπό να το μετατρέψει σε αυτοκινούμενο τροχόσπιτο, για τις ανάγκες του περιπλανώμενου θιάσου του. Θέλοντας να τηρήσει όλες τις απαιτήσεις του νόμου, απευθύνθηκε επανειλημμένως στα επαρχιακά γραφεία του ΤΟΜ για να συλλέξει τις απαραίτητες πληροφορίες. Οι πληροφορίες που πήρε, ήταν συχνά αντικρουόμενες. Στις 20/10/2016, μετά από υποδείξεις που έλαβε, αποτάθηκε στο ΤΟΜ για την εγγραφή του οχήματος ΜΡ 157 ως λεωφορείο, πριν να γίνει η αλλαγή σε τροχόσπιτο. Στην φάση αυτή, και αφού το όχημα είχε περάσει από τον έλεγχο των διαφόρων μηχανημάτων, του υποδείχθηκαν αρκετές επιδιορθώσεις.

Αφού ο ίδιος συμμορφώθηκε πλήρως με όλες τις υποδείξεις του τμήματος και αφού δαπάνησε το ποσό των 1200 ευρώ, ούτως ώστε να φέρει το όχημα στην προβλεπόμενή του κατάσταση, επανήλθε στις 18/11/2016 στο ΚΕΜΟ Λευκωσίας για επανέλεγχο. Τότε, ο υπεύθυνος επιθεωρητής, βλέποντας ότι είχαν γίνει όλα όσα είχαν ζητηθεί προηγουμένως, απέρριψε ξανά το αίτημα για έκδοση πιστοποιητικού καταλληλότητας και και του υπέδειξε επιπρόσθετες επιδιορθώσεις.

Σε δήλωση του κ. Φρίξου ότι, δεν προτίθεται να θέσει το όχημα σε κυκλοφορία ως λεωφορείο, αλλά ως αυτοκινούμενο τροχόσπιτο, ο εν λόγω επιθεωρητής απάντησε αδιάφορα ότι θα έπρεπε να είχε γίνει από την αρχή αυτή η μετατροπή, και όχι να προηγηθεί έκδοση πιστοποιητικού καταλληλότητας σαν λεωφορείο, παρόλο που αυτή ήταν η αρχική υπόδειξη του τμήματος!

Σε ερώτηση και πάλι του ιδίου κατά πόσον θα εκδοθεί άδεια καταλληλότητας μετά την μετατροπή του οχήματος σε τροχόσπιτο, ο επιθεωρητής απάντησε: «εάν το φέρεις ως τροχόσπιτο θα εκδοθεί η άδεια, αφού είναι εντάξει μηχανικά», πράγμα που φαίνεται και από το δεύτερο δελτίο ανεπιτυχούς τεχνικού ελέγχου, όπου σημειώνονται ελάχιστες υποδείξεις.

Έγιναν λοιπόν όλες οι απαιτούμενες επιδιορθώσεις και το όχημα μετατράπηκε σε τροχόσπιτο, κάνοντας έτσι το συνολικό δαπανηθέν ποσό να ξεπερνά τις 4000 ευρώ. Συγκεκριμένα ο κ. Φρίξου:


  1. Έλαβε άδεια μετατροπής του οχήματος σε τροχόσπιτο από τον αρμόδιο του τμήματος
  2. Κατέβαλε τον απαιτούμενο φόρο κατανάλωσης στο τελωνείο Λ/σίας και
  3. Έλαβε άδεια καταλληλότητας από την Ηλεκτρομηχανολογική Υπηρεσία για ηλεκτρική εγκατάσταση

Μετά από αυτά τα βήματα, επανήλθε στο ΚΕΜΟ Λευκωσίας για να ολοκληρωθεί η διαδικασία αλλαγής κατηγορίας του οχήματος του. Εκεί ο επιθεωρητής τον αντιμετώπισε ειρωνικά με χυδαιότατες εκφράσεις και βωμολοχίες, όπως: «Καλά ρε μαλάκα, ίντα που εν τούτα τα κρεβάθκια που έβαλες δαμέσα; Εν παρτούζες που εν να κάμνετε;». Να σημειωθεί ότι η έκφραση αυτή αποτελεί την «ηπιότερη» από όσες εκτόξευσε ο συγκεκριμένος επιθεωρητής, κρίνεται όμως σκόπιμο να μην αναφερθούν τα υπόλοιπα δημοσίως.

Αμέσως μετά και παρά το γεγονός ότι το όχημα πέρασε τον έλεγχο από τα μηχανήματα του τμήματος, χωρίς να ανεβρεθεί οποιοδήποτε πρόβλημα, ο εν λόγω επιθεωρητής, αναφώνησε: «Ε, τωρά που τα έκαμεν ούλλα, τι εν να έβρουμε να τον κόψουμε πάλε;». Τελικά αρνήθηκε να εκδώσει το πιστοποιητικό καταλληλότητας και κάλεσε ένα άλλο υπάλληλο της αρχής. Ο συγκεκριμένος υπάλληλος δήλωσε ότι το όχημα δεν μπορεί να λάβει πιστοποιητικό καταλληλότητας, λόγω παλαιότητας και σε πρόταση του κ. Φρίξου να του ανακοινωθούν εκ νέου τα πιθανά προβλήματα για να τα επιδιορθώσει ο υπάλληλος αυτός αναφώνησε επί λέξη: «Εν να σου γράψουμεν ότι εν διαλυμένον ολόκληρο το αμάξωμα για να μεν μπορείς να το σάσεις». Σε εκ νέου ερώτηση γιατί υποδείχτηκαν και μάλιστα γραπτώς όλες αυτές οι επιδιορθώσεις, ο ίδιος υπάλληλος θρασύτητα δήλωσε: «Μα εν εκατάλαβες γιατί σου εγράψαμεν τούτες ούλλες τες αλλαγές για να κάμεις; Πέρκι το αποφασίσεις τζαι εν ιξαναέρτεις».

Παρά την επιμονή του κ. Φρίξου να του δοθεί γραπτώς απάντηση για την απόρριψη του αιτήματος του, οι αρμόδιοι αρνήθηκαν να το πράξουν, διώχνοντας τον κακήν κακώς, χωρίς να εκδώσουν το προβλεπόμενο δελτίο ανεπιτυχούς τεχνικού ελέγχου.

Ακολούθως, στις 10/4/2017, η κατάσταση κοινοποιήθηκε στον διευθυντή του τμήματος κ. Σωτήρη Κολέττα, μέσω επιστολής δικηγόρου, στην οποία τέθηκαν τα εξής ερωτήματα: (α) Κατά πόσον τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από τη νομοθεσία και / ή τους κανονισμούς διαδικασίες (β) Κατά πόσον θα έπρεπε να δοθεί γραπτώς η απόρριψη του αιτήματος και (γ) Κατά πόσον η πρακτική του τμήματος είναι να απαιτούνται επιδιορθώσεις για οχήματα που είναι παντελώς ακατάλληλα και δεν πρόκειται να περάσουν από τον τεχνικό έλεγχο. Ενάμιση μήνα αργότερα και αφού είχε προηγηθεί και τέταρτη επιθεώρηση του οχήματος, δόθηκε πολυσέλιδη απάντηση από τη διεύθυνση του τμήματος, κρίνοντας την κατάσταση του οχήματος ως κάκιστη, αλλά αρνούμενη να απαντήσει στα ξεκάθαρα ερωτήματα που είχαν τεθεί ενώπιόν της.

Προφανώς, η χυδαία συμπεριφορά των υπαλλήλων του ΚΕΜΟ, παραβιάζει τον κώδικα δεοντολογίας των δημοσίων υπαλλήλων. Το άρθρο 60 του περί δημόσιας υπηρεσίας νόμου με τίτλο: «Θεμελιώδη καθήκοντα δημόσιων υπαλλήλων», ορίζει ότι ο δημόσιος υπάλληλος υπηρετεί τον λαό και οφείλει, μεταξύ άλλων:

«2 (α) Να ασκεί πάvτoτε τα καθήκοντα του αμερόληπτα απροσωπόληπτα και δίκαια και μόvo βάση αντικειμενικών κριτηρίων και να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προαγωγή της εύρυθμης λειτουργίας του Κράτους και της δημόσιας υπηρεσίας.
...
(γ) να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξυπηρέτηση του κoιvoύ με τρόπο αντικειμενικό, δίκαιο, απροσωπόληπτο και αμερόληπτο
...
(ε) να μην ενεργεί ή παραλείπει ή συμπεριφέρεται με τρόπο που δυνατόν να δυσφημήσει το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας γενικά ή τη θέση του ειδικά ή που δυνατόν να τείνει σε κλovισμό της εμπιστοσύνης του κoιvoύ στη δημόσια υπηρεσία
(στ) να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια, ευγένεια και ειλικρίνεια»
.

Η συμπεριφορά των υπαλλήλων χρήζει πειθαρχικής δίωξης, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 73 του ίδιου νόμου:

«(1) Δημόσιος υπάλληλος υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη:
(α) Αν διαπράξει παράπτωμα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα
(β) αν ενεργήσει ή παραλείψει κάτι με τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση oπoιoυδήπoτε από τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις δημόσιου υπαλλήλου»
.

Ωστόσο, εκτός από τις χυδαιότητες και την ανάρμοστη συμπεριφορά, εδώ έχουμε μια σκόπιμη ταλαιπωρία ενός πολίτη, τον οποίον οι επιθεωρητές του ΚΕΜΟ υπέβαλαν σε άσκοπο χάσιμο χρόνου, σε άδικους κόπους και απώλεια ενός μεγάλου χρηματικού ποσού, παραπλανώντας τον ότι το όχημα μπορεί να λάβει άδεια χρήσης. Και το ερώτημα είναι, γιατί έκαναν κάτι τέτοιο; Ο κ. Φρίξου δεν είχε προηγούμενα μαζί τους, ούτε καν τους γνώριζε πριν τα εν λόγω γεγονότα. Επιπλέον, πρόκειται για έναν νέο άνθρωπο, που προσπαθεί να ξεκινήσει την επαγγελματική του ζωή, μετά τις σπουδές του, ασκώντας τη θεατρική τέχνη που τόσο αγαπά. Γιατί να θέλουν να του κόψουν τα φτερά;

Εκείνο που κάνει ύποπτη τη συμπεριφορά των επιθεωρητών, είναι πως, αν ήθελαν απλώς να τον ξεφορτωθούν, όπως προκλητικά του είπαν, θα μπορούσαν απλούστατα να απορρίψουν από την αρχή το όχημα. Με αυτόν τον τρόπο, θα γλίτωναν από οποιεσδήποτε άλλες φασαρίες. Γιατί αντί αυτό, προτίμησαν να τον ταλαιπωρήσουν;

Αν επρόκειτο για έναν μόνο υπάλληλο, θα μπορούσε να αποδώσει κανείς αυτή τη συμπεριφορά σε κακεντρέχεια και σαδισμό. Όμως εδώ έχουμε τέσσερις ξεχωριστούς υπαλλήλους του ΚΕΜΟ να συμπεριφέρονται με παρόμοιο τρόπο, ενώ η διεύθυνση του ΤΟΜ, αντί να ζητήσει πειθαρχική έρευνα εναντίον τους, έσπευσε να τους καλύψει, με μια απαράδεκτη απάντηση που δεν έμπαινε στην ουσία του ζητήματος, δηλαδή της μεταχείρισης που έτυχε ο παραπονούμενος.

Προφανώς, οι υπάλληλοι δεν ήθελαν απλώς να «ξεφορτωθούν» τον κ. Φρίξου, αφού αντίθετα τον ανάγκαζαν να επιστρέφει επανειλημμένως στο κέντρο για νέες επιθεωρήσεις. Προφανώς, σε κάτι άλλο αποσκοπούσαν. Μήπως περίμεναν να τους προταθεί κάποιο ποσόν, ώστε να γίνει η δουλειά;

Η τακτική αυτή είναι πολύ γνωστή και διαδεδομένη. Ο αρμόδιος δεν μπορεί να ζητήσει άμεσα μίζα από τον πολίτη, γιατί με αυτόν τον τρόπο εκτίθεται και κινδυνεύει. Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση, οι διάλογοι έγιναν υπό την παρουσία κόσμου. Αντίθετα, αν ο πολίτης πλησιάσει τον αρμόδιο και του προτείνει τη μίζα, αυτομάτως είναι ένοχος για απόπειρα δωροδοκίας. Αυτό καθιστά την παράνομη πράξη ασφαλέστερη για τον αρμόδιο, αφού ο πολίτης χάνει τη δυνατότητα να προσφύγει στη δικαιοσύνη, χωρίς να ενοχοποιήσει τον εαυτό του. Αλλά για να φτάσει στο σημείο να προτείνει κάτι τέτοιο, ο πολίτης πρέπει να υποστεί μια μεγάλη ταλαιπωρία και έξοδα. Μόνο τότε, για να μην πάνε όλα χαμένα, ενδεχομένως να είναι διατεθειμένος να πληρώσει το τίμημα. Συνεπώς η πολιτεία οφείλει να εξετάσει σε βάθος την υπόθεση, η οποία μυρίζει διαφθορά.

Ως ΚΙΝΑΜΕ ζητούμε:

  • Τη διενέργεια έρευνας από τις αρχές για ενδεχόμενη διαφθορά, τόσο των τεσσάρων υπαλλήλων του ΚΕΜΟ όσο και του διευθυντή του ΤΟΜ.
  • Την παραδειγματική τιμωρία των τεσσάρων υπάλληλων του ΚΕΜΟ, τουλάχιστον για την παραπλάνηση του κ. Φρίξου και την ανάρμοστη συμπεριφορά που επέδειξαν.
  • Την αποζημίωση του Κωνσταντίνου Φρίξου για τα έξοδα και την ταλαιπωρία που υπέστηκε λόγω των υποδείξεων του ΤΟΜ και του ΚΕΜΟ.
  • Την τροποποίηση του σχετικού νόμου, ώστε η πρώτη επιθεώρηση ενός οχήματος από το ΚΕΜΟ, η οποία καταλήγει σε υποδείξεις για επιδιορθώσεις, να είναι δεσμευτική για την υπηρεσία, όσον αφορά την έκδοση πιστοποιητικού καταλληλότητας, εφόσον οι επιδιορθώσεις πραγματοποιηθούν με επιτυχία και εφόσον δεν προκύψει οποιαδήποτε νέα βλάβη στο ενδιάμεσο διάστημα. Διαφορετικά, ο πολίτης πρέπει να αποζημιώνεται για οποιαδήποτε έξοδα που επωμίστηκε, λόγω των υποδείξεων της επιθεώρησης.

Όλα τα σχετικά έγγραφα που σχετίζονται με την υπόθεση παρατίθενται στην ιστοσελίδα του facebook της Ομάδας διαμαρτυρίας αγανακτισμένων πολιτών ενάντια στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών, που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Φρίξου.

Καλούμε όσους συμπολίτες μας έχουν πέσει θύματα ανάλογης συμπεριφοράς από το εν λόγω τμήμα, να επικοινωνήσουν με την ομάδα διαμαρτυρίας και να ενώσουν της δυνάμεις τους για την αποκατάσταση της αδικίας και την εξάρθρωση του καρκινώματος που, όπως αντιλαμβανόμαστε, αναπτύχθηκε στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών.

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Η κατάλυση του Συντάγματος (περιληπτικό)

Το 2006, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας καταλύθηκε ολοκληρωτικά από το ίδιο το κοινοβούλιο, με μια πραξικοπηματικού χαρακτήρα αναθεώρηση. Μάλιστα, το Σύνταγμα δεν καταλύθηκε για να επιβληθεί ένα άλλο, αλλά στην ουσία καταργήθηκε η ίδια η ύπαρξη πρωτογενούς δικαίου στην Κύπρο. Διότι η τροποποίηση δεν έθεσε μόνο το πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και οποιουσδήποτε κανονισμούς, οδηγίες, πράξεις και μέτρα νομοθετικού χαρακτήρα που αποφασίζονται από την ΕΕ και τα θεσμικά της όργανα, υπεράνω του Συντάγματος. Η Βουλή, η οποία ψήφισε την παράνομη τροποποίηση, αλλά και ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο που έδωσε την συναίνεσή του, είναι ένοχο για πράξη εσχάτης προδοσίας, με την ευρύτερη σημασία του όρου, ή – αν θέλουμε να μιλήσουμε σε αυστηρά νομική γλώσσα, καθώς ο κυπριακός ποινικός κώδικας δίνει ένα πολύ στενό ορισμό της εσχάτης προδοσίας – είναι ένοχη για εγκλήματα κατά του Συντάγματος και της συνταγματικής τάξης, σύμφωνα με το άρθρο 156 του Συντάγματος αλλά και των άρθρων 36 και 47 του ποινικού κώδικα.

Πως έγινε η κατάλυση του Συντάγματος


Πριν την τροποποίηση, το άρθρο 179 έθετε το Σύνταγμα ως τον ανώτατο νόμο της Δημοκρατίας και δήλωνε ρητώς ότι ούτε η Βουλή, ούτε οποιοδήποτε όργανο, αρχή ή πρόσωπο νομιμοποιείται να πάρει αποφάσεις ασύμφωνες με το σύνταγμα. Επιπλέον, το άρθρο 182, ορίζει ότι, όσα άρθρα του συντάγματος καταγράφονται στο παράρτημα ΙΙΙ, δεν μπορούν με κανένα τρόπο να τροποποιηθούν. Η κατάλυση του Συντάγματος συντελέστηκε με την προσθήκη ενός νέου άρθρου, του 1Α, και της τροποποίησης του άρθρου 179. Το άρθρο 1Α έχει ως ακολούθως:

«Ουδεμία διάταξη του Συντάγματος θεωρείται ότι ακυρώνει νόμους που θεσπίζονται, πράξεις που διενεργούνται ή μέτρα που λαμβάνονται από τη Δημοκρατία τα οποία καθίστανται αναγκαία από τις υποχρεώσεις της ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε εμποδίζει Κανονισμούς, Οδηγίες ή άλλες πράξεις ή δεσμευτικά μέτρα νομοθετικού χαρακτήρα που θεσπίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή από τα θεσμικά τους όργανα ή από τα αρμόδιά τους σώματα στη βάση των συνθηκών που ιδρύουν τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από του να έχουν νομική ισχύ στη Δημοκρατία».

Το άρθρο 179, που έθετε το Σύνταγμα ως τον υπέρτατο νόμο του κράτους, τροποποιήθηκε ως εξής:

«1. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 1Α, το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας. 2. Ουδείς νόμος ή απόφασις της Βουλής των Αντιπροσώπων ή εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως ως και ουδεμία πράξις ή απόφασις οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου εν τη Δημοκρατία ασκούντος εκτελεστικήν εξουσίαν ή οιονδήποτε διοικητικόν λειτούργημα δύναται να είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπον αντίθετος ή ασύμφωνος προς οιανδήποτε των διατάξεων του Συντάγματος ή προς οποιαδήποτε υποχρέωση επιβάλλεται στη Δημοκρατία ως αποτέλεσμα της συμμετοχής της ως κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Η τροποποίηση αυτή καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία ως ανεξάρτητο κράτος, αφού αφαιρεί από τον κυπριακό λαό την δυνατότητα αυτοθέσμισης και γενικότερα την δυνατότητα λήψης αποφάσεων. Επιτρέπει την μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σε ξένα κέντρα λήψης αποφάσεων, ακόμα και αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα. Πάνω από τη θέληση του λαού, τίθενται οι αποφάσεις ατόμων που δεν ανήκουν σ' αυτόν και τους οποίους δεν επιλέγει ο ίδιος. Τις αποφάσεις αυτές, ο λαός δεν μπορεί, στην πράξη, να τις επηρεάσει με κανένα τρόπο. Άρα, η αναθεώρηση αυτή παραβιάζει ακόμα και το άρθρο 1 του Συντάγματος, που ορίζει τη μορφή του πολιτεύματος ως προεδρική δημοκρατία: «Η Κυπριακή Πολιτεία είναι ανεξάρτητος και κυρίαρχος Δημοκρατία, προεδρικού συστήματος ...».

Τα άρθρα του παραρτήματος ΙΙΙ του Συντάγματος, εκείνα δηλαδή που σύμφωνα με το άρθρο 182 «δεν δύνανται, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, να τροποποιηθώσι δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως», παρακάμπτονται μέσω της τροποποίησης του 2006. Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από την αφαίρεση από τον κυπριακό λαό της δυνατότητας λήψης αποφάσεων, αλλάζει ο χαρακτήρας του Συντάγματος, με την μετατροπή του από «σκληρό» σε «μαλακό». Τα σύγχρονα συντάγματα διαθέτουν ένα σκληρό πυρήνα, δηλαδή άρθρα που δεν επιδέχονται τροποποίηση, μεταξύ άλλων για να διασφαλίζεται ο δικαιοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος και να αποτρέπονται θεμελιώδεις αλλαγές από πρόσκαιρες πλειοψηφίες, που μπορούν να αποδιοργανώσουν την πολιτεία. Υπεράνω αυτού το σκληρού πυρήνα, τίθενται με την τροποποίηση οι ευμετάβλητες αποφάσεις των διαφόρων οργάνων της ΕΕ. Τα θεμέλια του πολιτεύματος άλλαξαν, χωρίς ο λαός να ερωτηθεί ή να ενημερωθεί.

Πως δικαιολογήθηκε η τροποποίηση


Οι αναθεωρητές προέβησαν σε νομικές ακροβασίες πρωτοφανούς φαιδρότητας. Το Σύνταγμα του 1960, είχε την ανωμαλία να μην συμπεριλαμβάνει το άρθρο 179, που θεμελιώνει την ίδια του την υπόσταση, στα άρθρα εκείνα που δεν δύναται να τροποποιηθούν! Αυτό το γεγονός χρησιμοποιήθηκε για να αποδοθεί νομιμοφάνεια στην πραξικοπηματική τροποποίηση. Ο κ. Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, στο βιβλίο του «Η υπέρβαση του Κυπριακού Συντάγματος» [1], βραβευμένο από ένα ευρωπαϊκά προσανατολισμένο οργανισμό, γράφει: «Αναμφίβολα η τροποποίηση του άρθρου 179 του Συντάγματος αποτελούσε την πλέον ενδεδειγμένη νομοτεχνικά λύση»!

Ωστόσο, ανεξάρτητα από την μη συμπερίληψη του άρθρου 179 στο παράρτημα ΙΙΙ του Συντάγματος, από πλευράς συστηματικής ερμηνείας του (του 179), είναι προφανές ότι οι ίδιοι λόγοι που απαγορεύουν την τροποποίηση των άρθρων του παραρτήματος ΙΙΙ, ισχύουν αναγκαστικά και για το άρθρο 179, καθώς με την αναίρεση της υπόστασης του Συντάγματος ως τον υπέρτατο νόμο του κράτους, επιτρέπουν την de facto αναίρεση των άρθρων του παραρτήματος ΙΙΙ, από ένα οποιοδήποτε κανονισμό ή οδηγία της Ε.Ε. που δε συνάδει με τις διατάξεις τους. Ο ουσιώδης, για την ίδια τη υπόσταση του Συντάγματος, χαρακτήρας του άρθρου 179, επιβάλλει την απαγόρευση της τροποποίησής του. Όπως εξηγεί ο Έλληνας συνταγματολόγος Αντώνης Μανιτάκης:

«Η αυστηρότητα του Συντάγματος δημιουργεί, λοιπόν, ένα ακόμη όριο στην αναθεώρησή του, όριο που η συνταγματική θεωρία κατατάσσει στα σιωπηρά όρια, σε αντιδιαστολή προς τα ρητά ή τυπικά όρια, τα οποία διακρίνονται σε ουσιαστικά και διαδικαστικά. [§] Τα σιωπηρά όρια αποκαλούνται έτσι, διότι δεν δηλώνονται πουθενά ρητά, αλλά προκύπτουν λογικά από την όλη οικονομία και το πνεύμα του άρθρου που αφορά την αναθεώρηση. Είναι, εξάλλου, στενά συνδεδεμένα με τη μορφή του πολιτεύματος και συνάπτονται με την ταυτότητα και τα θεμελιώδη δομικά στοιχεία της συνταγματικής τάξης, στην οποία αναφέρονται [2]».

Να σημειώσουμε εδώ ότι το «πνεύμα» των διατάξεων του Συντάγματος, λαμβάνεται υπόψιν, κατά την ερμηνεία τους, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 180: «Εν περιπτώσει ασαφείας, το Σύνταγμα ερμηνεύεται υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου λαμβανομένου υπόψη και του κειμένου των συμφωνιών Ζυρίχης της 11ης Φεβρουαρίου, 1959, και Λονδίνου της 19ης Φεβρουαρίου, 1959, κατά τε το γράμμα και το πνεύμα αυτών». Συνεχίζοντας, ο Δρ. Μανιτάκης αναφέρει:

«Ανακεφαλαιώνοντας, χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι, εφόσον αποκλείεται από το Σύνταγμα κάθε συνταγματική μεταβολή που οδηγεί άμεσα ή έμμεσα στην αλλαγή της μορφής και της βάσης του πολιτεύματος, θα πρέπει, κατά λογική ακολουθία, να απορριφθεί και κάθε τροποποίηση της διαδικασίας αναθεώρησης, η οποία καθιστώντας το Σύνταγμα ηπιότερο, καταλήγει, δια της πλάγιας οδού, καταστρατηγώντας μη αναθεωρήσιμη θεμελιώδη συνταγματική διάταξη, στο ίδιο αποτέλεσμα. Δεν υπόκειται, πάντως, σε αναθεώρηση κάθε αρχή ή θεσμός που προσδίδει στο πολίτευμα την ταυτότητά του και εξασφαλίζει τη συνέχειά του. Τα σιωπηρά όρια της αναθεώρησης συνδέονται, επομένως, με τις θεμελιώδεις αρχές ή αξίες του πολιτεύματος και της έννομης τάξης, και αποτελούν μέρος αυτού που η ιταλική θεωρία αποκαλεί πραγματικό Σύνταγμα. Στο πραγματικό σύνταγμα υπάγονται το σύνολο των κανόνων ή αρχών, που, ανεξάρτητα αν είναι ρητά αποτυπωμένοι στο Σύνταγμα, συγκροτούν το σκληρό εκείνο πυρήνα της συνταγματικής τάξης, ο οποίος της εξασφαλίζει αποτελεσματική εφαρμογή, συνέχεια, ερμηνευτική ενότητα και της προσδίδει την ταυτότητά της [3]».

Είναι λοιπόν τόσο από πλευράς νομικής επιστήμης όσο και από πλευράς κοινής λογικής, πως καμιά αναθεωρητική πράξη της βουλής δεν μπορεί να είναι νόμιμη, όταν υποβαθμίζει την ίδια την υπόσταση του Συντάγματος και όταν υποβαθμίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού. Λυπούμαστε να παρατηρήσουμε πως, όταν ένας νομικός κρίνει μια τέτοια πράξη της βουλής ως «ενδεδειγμένη νομοτεχνικά λύση», αυτό εγείρει ζήτημα επιστημονικής αλλά και ηθικής αρτιότητας για τον ίδιο.

Γιατί ο κυπριακός λαός δεν αντέδρασε


Ο κύριος λόγος για τον οποίο δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίδραση του ίδιου του λαού, είναι, απλούστατα, επειδή δεν ενημερώθηκε ποτέ. Οι περισσότεροι Κύπριοι δεν έχουν καθόλου γνώση του περιεχομένου της τροποποίησης και εκπλήσσονται όταν τους επιστήσει κανείς την προσοχή στα άρθρα 1Α και 179. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί και την πλήρη απουσία οποιασδήποτε αντίστασης από τον πολιτικό και τον νομικό κόσμο της Κύπρου. Έκτος από το ΚΙΝΑΜΕ, δεν υπήρξε μέχρι σήμερα καμιά φωνή που να αναδεικνύει την κατάλυση του Συντάγματος. Κανένας δεν φαίνεται να θέλει να το υπερασπιστεί. Αυτό ισχύει για διάφορους λόγους.

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ένα δοτό Σύνταγμα, το οποίο ο Κυπριακός λαός αναγκάστηκε να δεχτεί ενόσω ήταν υποτελής σε ένα ξένο κράτος (το Ηνωμένο Βασίλειο) και ως εκ τούτου δεν είναι προϊόν της ελεύθερης του βούλησης. Ο ηγέτης των Ελληνοκυπρίων και πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ', δήλωσε ότι υπέγραψε τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, οι οποίες οδήγησαν στην γέννηση του κράτους και τη σύνταξη του Συντάγματος, στη διαπραγμάτευση των οποίων δεν συμμετείχε, «με το πιστόλι στον κρόταφο», ενώ τον Απρίλιο του 1964 τις κατάγγειλε μονομερώς.

Επιπλέον, το δοτό σύνταγμα δεν λειτούργησε καθόλου. Η αποτυχία του συντάγματος, αντί να αποδοθεί στους σχεδιαστές του, αντί να αποδοθεί σε εκείνους που εξανάγκασαν με εκβιασμούς τον κυπριακό λαό να το δεχτεί, αποδόθηκε στον ίδιο τον Κυπριακό λαό. Από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, είδαμε την ίδια τακτική να επαναλαμβάνεται πολλές φορές, από τις διάφορες ξένες δυνάμεις που παίζουν τα γεωπολιτικά τους παιγνίδια εις βάρος μας: το να μας καθιστούν υπόλογους για όποια απόφαση πήραμε ως λαός, έχοντας να επιλέξουμε ανάμεσα στις επιλογές που εκείνοι σχεδίασαν για μας και που εκβιαστικά έθεσαν ενώπιόν μας.

Η μόνη θεραπεία σε αυτή την συνταγματική ανωμαλία, θα ήταν η Συντακτική Εθνοσυνέλευση του ενιαίου, επανενωμένου κυπριακού λαού, για τη δημιουργία ενός νέου Συντάγματος. Αυτός θα έπρεπε να είναι ο υπέρτατος στόχος μας ως λαός, Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων και γενικά όλων των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανεξαρτήτως της θέσης μας στο πολιτικό φάσμα, των θρησκευτικών μας πεποιθήσεων ή της καταγωγής μας. Μια συντακτική εθνοσυνέλευση η οποία θα συνθέσει τις συνιστώσες που αποτελούν το φάσμα των απόψεων του λαού μας, για να δημιουργήσει ένα κράτος θεμελιωμένο πάνω στη δική μας βούληση. Ένα κράτος που θα σχεδιαστεί έτσι ώστε να ενθαρρύνει την συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες του και του οποίου όλες οι εξουσίες θα πηγάζουν με τον αμεσότερο δυνατό τρόπο από τους ίδιους τους πολίτες.

Το γεγονός ότι το Σύνταγμά μας είναι προϊόν επιβολής, και επειδή, σε μεγάλο βαθμό, οδήγησε στην τραγωδία του 1974, δικαιολογημένα βρίσκεται χαμηλά στην εκτίμηση των Κυπρίων. Αυτό όμως εγγυμονεί μεγάλους κινδύνους. Γιατί η κατάλυση του Συντάγματος, από οποιουδήποτε ντόπιους ή ξένους παράγοντες, οι οποίοι δεν εκπροσωπούν το λαό και τη βούλησή του, όχι μόνο οδηγεί στην υποτέλεια του κυπριακού λαού, αλλά θέτει σε κίνδυνο και την ίδιά του την φυσική υπόσταση. Κατάλυση του Συντάγματος σημαίνει κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, πράγμα που αφήνει τον λαό μας απροστάτευτο και έρμαιο εκείνων που επιβουλεύονται την πατρίδα μας.

Από την άλλη μεριά, έχουμε μια σχεδόν ομόφωνη προσήλωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία ο κυπριακός λαός βλέπει ως προστάτιδα δύναμη απέναντι στην Τουρκιά. Παρόλο τον αντιδημοκρατικό και αντιλαϊκό χαρακτήρα της, παρόλο που η ΕΕ έχει αφαιμάξει οικονομικά τα αδύναμα κράτη του ευρωπαϊκού νότου και προπαντός, παρόλο που έχει καταστρέψει ολοσχερώς την Ελλάδα, όχι μόνο από οικονομικής και θεσμικής άποψης, άλλα σε σημείο γενοκτονίας του Ελληνικού πληθυσμού, παρόλο ακόμα που επέτρεψε στην Τουρκία, να προβεί σε άνευ προηγουμένου ενέργειες και διεκδικήσεις, που παραβιάζουν την εθνική κυριαρχία, τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδας, εντούτοις οι Κύπριοι, εθελοτυφλώντας, συνεχίζουν να βλέπουν την ΕΕ ως προστάτιδα δύναμη. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη ανάλυση του νομικού Νεόφυτου Χατζηλοΐζου, εν όψη της επικείμενης τότε ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Ο Νεόφυτος Χατζηλοΐζου, εξετάζοντας σε κείμενό του το 2003 τα αδιέξοδα που θα δημιουργούσε η προσπάθεια προσαρμογής του Συντάγματος ώστε αυτό να επιτρέπει την ένταξη της Κύπρου, έγραφε:

«Στο παράρτημα ΙΙΙ (σε συνδυασμό με το άρθρο 182) του Συντάγματος περιέχεται ο πίνακας των θεμελιωδών διατάξεών του, των οποίων απαγορεύεται η αναθεώρηση. Πολλές από τις διατάξεις αυτές θέτουν φραγμούς και εμπόδια στη συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η προοπτική συνεπάγεται τη μεταβίβαση μιας διευρυμένης δέσμης αρμοδιοτήτων της Νομοθετικής, Εκτελεστικής και Δικαστικής εξουσίας από την Κύπρο ως κράτους-μέλους στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα όργανά της. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται και στην περίπτωση της Κύπρου είναι αν και πως θα μπορέσει η Δημοκρατία να εξοπλισθεί συνταγματικά, για να συμμετάσχει απρόσκοπτα στη νέα θεσμική ζωή της; Θα αρκούσε για τον σκοπό αυτό η ad hoc ενσωμάτωση στο Σύνταγμα της μιας νέας διάταξης με ευρεία κανονιστική εμβέλεια;
Δεν θα αργήσει να διαφανεί ενόψει της αυστηρότητος και ακαμψίας του Συντάγματος, η στενή σχέση αναλογίας, που θα έχουν οι δυο θεσμοί μεταξύ τους, δηλαδή το Σύνταγμα από την μια, και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα από την άλλη. Η σχέση αυτή θα αναδεικνύει τις όλο και μεγαλύτερες «διαβρώσεις» και «ρωγμές» που θα υφίσταται το Σύνταγμα της Κύπρου, όσο η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση του Νησιού θα προχωρεί όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό.
Είναι γεγονός ότι η απουσία μιας διάταξης στο Σύνταγμα, η οποία θα διευθετούσε η θα άφηνε περιθώρια για συνταγματική αποδοχή της ένταξης στην Ευρώπη, παρόμοιας με αυτές που ισχύουν σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως π.χ. το άρθρο 28 του Ελληνικού Συντάγματος – οδηγεί σε νομικά αδιέξοδα, δεδομένου ότι από τη μια το Σύνταγμα δεν επιτρέπει την απονομή μέρους των εξουσιών, είτε προέρχονται από τη Νομοθετική, είτε από την Εκτελεστική ή από τη Δικαστική εξουσία, και από την άλλη η ενοποιητική λειτουργιά θα οδηγεί σε «απορρόφηση» από τα κοινοτικά όργανα, των αρμοδιοτήτων που το ίδιο το Σύνταγμα απένειμε στα κρατικά όργανα [4]».

Ο συγγραφέας κατέληγε στο εξής συμπέρασμα:

«Επομένως βρισκόμαστε ενώπιον του διλήμματος Σύνταγμα ή Ευρώπη, δηλαδή ένταξη στην Ευρώπη με οποιοδήποτε κόστος, ακόμη και με παραβίαση θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος, ή διαφύλαξή του ως «κόρη οφθαλμού» και μη προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Η προσωπική του προτίμηση ήταν σαφής:

«Η πραγματικότητα καταδεικνύει ότι η ανάγκη ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπερτερεί της ίδιας της επιταγής του σεβασμού προς το Σύνταγμα και της προστασίας του».

Η προδοσία


Ο κυπριακός ποινικός κώδικας, στο άρθρο 36, δίνει ένα ιδιαίτερα στενό ορισμό της «εσχάτης προδοσίας», αφού περιλαμβάνει μόνο όποιον «ενεργά αναμειγνύεται σε ένοπλες εχθροπραξίες εναντίον της Δημοκρατίας», όποιον παρέχει βοήθεια σε χώρα ή σε ένοπλες δυνάμεις που είναι αναμεμιγμένες σε ένοπλες εχθροπραξίες εναντίον της Δημοκρατίας, ή ανατρέπει με τη χρήση βίας τη νόμιμη Κυβέρνηση της Δημοκρατίας. Η μη βίαιη ανατροπή της συνταγματικής τάξης δεν εμπίπτει επομένως στον ορισμό της εσχάτης προδοσίας. Ήδη το κυπριακό Σύνταγμα, με το άρθρο 156, διαχωρίζει την εσχάτη προδοσία από «αδικήματα κατά του Συντάγματος και της συνταγματικής τάξεως», αν και καθορίζει τις ίδιες, ειδικές διαδικασίες, εκδίκασης των αδικημάτων αυτών.

Πρόκειται βέβαια για μια ιδιαιτερότητα της κυπριακής νομοθεσίας. Για σκοπούς σύγκρισης, ο ελληνικός ποινικός κώδικας δίνει ένα πολύ καλύτερο ορισμό. Μεταξύ άλλων, το άρθρο 134, που φέρει τον τίτλο «εσχάτη προδοσία», περιλαμβάνει (παράγραφος 2) όποιον:

«... επιχειρεί με βία ή απειλή βίας ή με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού».

Οι θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος καθορίζονται στο άρθρο 134α, στο οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνεται:

«... η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας από το Σύνταγμα και τους νόμους».

Με την ευρύτερη έννοια του όρου, η κατάλυση του Συντάγματος και η ανατροπή του πολιτεύματος χωρίς νομιμοποίηση από το λαό (π.χ. με Συντακτική Εθνοσυνέλευση και επικύρωση με δημοψήφισμα), είναι αναμφιβόλως εσχάτη προδοσία [5].

Ως εκ τούτου, η Βουλή και όλα τα όργανα, αρχές και πρόσωπα που εμπλέκονται σ' αυτή την πράξη, ενέχονται σε αδίκημα ανατροπής της συνταγματικής τάξης – και αυτό με την νομική σημασία του όρου. Τα αδικήματα αυτά επισείουν ποινές φυλάκισης, τόσο βάσει του άρθρου 156 του Συντάγματος, όσο και βάσει του άρθρου 47 του ποινικού κώδικα, το οποίο αφορά «ενέργειες σε βάρος της κυριαρχίας της Δημοκρατίας». Πέρα όμως από τις ποινικές ευθύνες, υπάρχουν ηθικές και πολιτικές ευθύνες, οι οποίες απλώνονται σε ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού κόσμου της Κύπρου. Ιδιαίτερα όποιος κατείχε πολιτειακά αξιώματα όφειλε από τη θέση του να προσπαθήσει να σταματήσει αυτό το έγκλημα και να το καταγγείλει δημοσίως. Αυτή η ευθύνη βαραίνει βέβαια και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Η καθολικότητα αυτή της ευθύνης δεν την μετριάζει. Είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι το πολιτικό μας σύστημα έχει σαπίσει και χρειάζεται να το αλλάξουμε.
  1. Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης, «Η υπέρβαση του Κυπριακού Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006, ISBN 960-445-111-1. Βραβείο «Άννυς Τσάτσου», του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου.
  2. Αντώνης Μανιτάκης, «Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας», εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1994, ISBN 960-301-165-7. Βλ. Κεφ.9, σελ. 308
  3. Οπ. π. σελ. 309.
  4. Νεόφυτος Χατζηλοΐζου, «Συνταγματικό δίκαιο και η συνταγματική πραγματικότητα στην Κύπρο», Μάιος 2003.
  5. Π.χ.: «προδοσία (η) [αρχ.] [προδοσιών] 1. η αθέτηση (εκ μέρους κάποιου) των ηθικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει, κυρ. προκειμένου να εξυπηρετήσει ιδιοτελείς σκοπούς, για λόγους προσωπικού συμφέροντος ΣΥΝ (εκφραστ.) ξεπούλημα 2. η δόλια πρόκληση βλάβης (σε κάποιον/κάτι), κυρ. ευνοώντας τον εχθρό του ή αποκαλύπτοντας το μυστικό του 3. (ειδικότ.) η βλάβη της πατρίδας ή των συμφερόντων της, λ.χ. με μυστική συνεργασία με τους εχθρούς, με παράδοση σε αυτούς τμήματος στρατού, οχυρής θέσεως κλπ., με εγκατάλειψη θέσεως σε ώρα μάχης 4. ΝΟΜ. Εσχάτη προδοσία (α) κάθε πράξη που συνιστά προσβολή του πολιτεύματος (βλάβη, διακινδύνευση ή διατάραξή του), καθώς και κάθε πράξη που στρέφεται κατά της ζωής φορέων πολιτειακών λειτουργημάτων (β) κάθε ενέργεια που στρέφεται κατά της ασφάλειας της πατρίδας και της εθνικής ακεραιότητας». Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ.Μπαμπινιώτη, Γ' έκδοση (τα παραδείγματα έχουν παραληφθεί).

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

ΤΑΜΕΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΤΚΑ) δημιουργήθηκε με βάση το Άρθρο 9 του Συντάγματος που κατοχυρώνει ως δικαιώματα την κοινωνική ασφάλιση και την αξιοπρεπή διαβίωση.

Το ΤΚΑ, ήταν πλεονασματικό και με τον καιρό έχτισε ένα σεβαστό αποθεματικό. Αν και ο ρόλος του Ταμείου ήταν συγκεκριμένος, όλες κυβερνήσεις διαχρονικά χρησιμοποιούσαν το αποθεματικό σαν μέρος του κρατικού προϋπολογισμού για να καλύπτουν τα μεγάλα ελλείμματα του που άφηνε το προβληματικό οικονομικό μας μοντέλο. Οι εκάστοτε πολιτικοί αντί να προσπαθήσουν να λύσουν το θεμελιακό οικονομικό μας πρόβλημα, καλλιέργησαν μια ψεύτικη εικόνα και εφησυχασμό «τρώγοντας» τα λεφτά του Ταμείου.

Τελικά, αφού αφαιρούνταν λεφτά κάθε χρόνο, οι συνολικές οφειλές του κράτους προς το Ταμείο έφτασαν να είναι σχεδόν 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Παράλληλα, σύμφωνα με την σχετική νομοθεσία θα ανεβαίνει το όριο συνταξιοδότησης με βάση το προσδόκιμο ζωής, θα αυξάνονται οι εισφορές τα επόμενα χρόνια και θα γίνουν μειώσεις σε επιδόματα και συντάξεις.

Το κράτος  μετά από  πίεση της Τρόικας, επίσπευσε την πραγματοποίηση αναλογιστικής μελέτης για τη βιωσιμότητα του Ταμείου (που γίνεται βάση προγράμματος κάθε 3 χρόνια). Ακόμα η Τρόικα έβαλε τους όρους της για το ποιο είναι το χρονικό πλαίσιο της μελέτης και το να μην υπολογιστούν οι οφειλές του κράτους στο ταμείο. Μάλιστα πίεζε την Κύπρο να διαγράψει και επίσημα τις οφειλές του κράτους προς το Ταμείο, πράγμα που ευτυχώς δεν έγινε. Η μελέτη, μαζί και με μια δεύτερη 3 χρόνια μετά (και που οι κρατούντες επικαλούνται χωρίς να τις έχουν δώσει στη δημοσιότητα), βρίσκουν το Ταμείο βιώσιμο ως το 2060 και 2080 αντίστοιχα! Με βάση την τεράστια αβεβαιότητα στο οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον είναι δύσκολο κάποιος να κάνει προβλέψεις, ειδικά σε βάθος χρόνου. Μάλιστα στη δεύτερη μελέτη – μόνο 3 χρόνια αργότερα –  φάνηκαν μεγάλα λάθη (προς το χειρότερο) στις εκτιμήσεις της  πρώτης. Είναι προφανές πως οι μελέτες έγιναν για να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου, ώστε να μην ανησυχεί για το θέμα.

Το ΤΚΑ πρέπει να είναι υπόλογο όχι στον εκάστοτε υπουργό ή την κυβέρνηση αλλά στους εργαζομένους, αφού τα λεφτά σε αυτούς ανήκουν. Χρειάζεται να υπάρχει κοινωνικός έλεγχος με σαφείς στόχους για την διαχείριση και πλήρη διαφάνεια. Και ίσως το κυριότερο, λαός πρέπει να απαιτήσει την επιστροφή του αποθεματικού με σαφές σχέδιο για το πώς αυτό θα πραγματοποιηθεί.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, συνεχίζουμε να είμαστε αλληλέγγυοι με την πράξη πολιτικής ανυπακοής του Μιχάλη Παρασκευά και να στηρίζουμε τον κοινωνικό αγώνα για το θέμα του Ταμείου.

Καλούμε σε έμπρακτη στήριξη με παρουσία κόσμου στο Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της έφεσης του Μιχάλη κατά της απαράδεκτης καταδικαστικής πρωτόδικης απόφασης.

Δίκη (έφεση) Μιχάλη Παρασκευά: Τετάρτη, 22 Νοεμβρίου 2017 ώρα 9:30 π.μ. στο Ανώτατο Δικαστήριο (Λευκωσία).

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Μια πρώτη νίκη: Η αρνητική γνωμάτευση της Περιβαλλοντικής Αρχής για την εκμετάλλευση των χρυσοφόρων μεταλλευμάτων του μεταλλείου του Στρογγυλού στο Μαθιάτη



Ως Κίνημα Αμεσοδημοκρατίας, μας ευχαριστεί ιδιαίτερα η αρνητική γνωμάτευση της Περιβαλλοντικής Αρχής σχετικά με την αίτηση της Hellenic Copper Mines για την πιο πάνω δραστηριότητα. Η δραστηριότητα αυτή, αν επιτελεστεί, θα είναι περιβαλλοντικά και κοινωνικά επικίνδυνη και καταστροφική. Επίσης θα απειλήσει και τα τοπικά μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς. Η γνωμάτευση τώρα βρίσκεται στα χέρια της Πολεοδομικής Αρχής, η οποία, έχοντας μπροστά της την αρνητική τοποθέτηση της Περιβαλλοντικής Αρχής και το σκεπτικό αυτής, θα λάβει και την τελική απόφαση.

Η αρνητική γνωμάτευση αυτή ήταν αποτέλεσμα του συνεχούς και έντονου δυναμικού αγώνα τόσο των κατοίκων του Μαθιάτη και επηρεαζομένων από τη λειτουργία του μεταλλείου, όσο και της Πρωτοβουλίας ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στην Κύπρο, στην οποία συμμετέχει, μαζί με πολλές άλλες οργανώσεις, πολλών άλλων οργανωμένων συνόλων, ανάμεσα στα οποία και το Κίνημα μας. Ο δυναμικός αυτός αγώνας άρχισε να αποδίδει απτά αποτελέσματα, δείχνοντας σε όλους ότι το λόμπι των εξορύξεων μπορεί να αντιμετωπιστεί, και γιατί όχι, και να νικηθεί. Με αυτά στο νου, καλούμαστε όλοι/ες μας να συνεχίσουμε τον αγώνα, και να διατηρηθούμε σε εγρήγορση ενόψει της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής. Αν τολμήσουν να αγνοήσουν τις τεράστιες συνέπειες της επιδιωκώμενης δραστηριότητας, και την απόφαση της Περιβαλλοντικής Αρχής, να είμαστε εκεί να τους σταματήσουμε.

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Αναλυτικές θέσεις: Έποικοι



1. Ποιοι είναι οι έποικοι


Πριν εκθέσουμε τις εισηγήσεις μας για το πως να διαχειριστούμε ως λαός το ζήτημα των εποίκων, χρειάζεται να εξηγήσουμε τι εννοούμε με τον όρο έποικος – όσον αφορά πάντοτε τον εποικισμό της Κύπρου. Η πλειοψηφία των μελών του ΚΙΝΑΜΕ διαφοροποιείται από το καθιερωμένο περιεχόμενο της λέξης, ως προς το ότι, για μας, τα παιδιά μικτών γάμων δεν συγκαταλέγονται μέσα στους έποικους, αλλά μέσα στους Κύπριους. Υπάρχουν ηθικοί λόγοι, νομικοί λόγοι (βάσει των διατάξεων του Συντάγματος και τις διεθνείς Συνθήκες που υπέγραψε η Κυπριακή Δημοκρατία), αλλά και λόγοι που αφορούν την ασφάλεια και το δημόσιο συμφέρον. Ωστόσο, η αναλυτική μας εισήγηση πάνω σε αυτό το ζήτημα βρίσκεται υπό επεξεργασία. Ο ορισμός στον οποίο έχουμε καταλήξει είναι ο ακόλουθος: 

  •  «Έποικος είναι: α) Κάθε αλλοδαπός που εγκαταστάθηκε και ζει μόνιμα στο κατεχόμενο από την Τουρκία τμήμα του νησιού, χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη άδεια από την Κυπριακή Δημοκρατία. β) Έποικος είναι επίσης κάθε πρόσωπο, του οποίου οποιοσδήποτε από τους γονείς του είναι έποικος, άλλα κανένας από τους γονείς του δεν είναι Κύπριος πολίτης, ανεξαρτήτως του αν ο ίδιος έχει γεννηθεί στην Κύπρο ή αλλού, εφόσον αυτός παραμένει εγκατεστημένος στο κατεχόμενο έδαφος της Κυπριακής δημοκρατίας». 

 Η άποψη του μέλους που διαφωνεί έχει ως εξής: 

  • «Τα παιδιά Τουρκοκυπρίων με έποικους, που γεννήθηκαν στα κατεχόμενα, με την λύση του κυπριακού δικαιούνται για ανθρωπιστικούς λόγους και μόνον να παραμείνουν ως αυτόχθονες κάτοικοι στην Κύπρο. Σε καμιά περίπτωση το δικαίωμα παραμονής τους δεν πρέπει να συνδεθεί με το διεθνές δίκαιο ή το Κυπριακό σύνταγμα». 

 2. Γιατί η Τουρκία εποίκισε την Κύπρο 


Ο εποικισμός είναι ένα έγκλημα που διαπράττεται από μια κατοχική δύναμη, με σκοπό να τσιμεντώσει την κυριαρχία της πάνω στην κατεχόμενη χώρα. Μετατοπίζοντας ένα μέρος του πληθυσμού της στην υπό κατοχή χώρα, η κατοχική δύναμη ελπίζει ότι, με το πέρασμα του χρόνου, η παρουσία τους εκεί θα νομιμοποιηθεί. Όταν αυτό συμβεί, η κατοχική δύναμη επικαλείται τον πληθυσμό εκείνο για να δικαιολογήσει αξιώσεις πάνω στη χώρα – θύμα. Ακόμα και αν η κατοχή δεν νομιμοποιηθεί από την διεθνή κοινότητα, η κατοχική δύναμη ελπίζει πως, οποιαδήποτε συμφωνία θα είναι αναγκασμένη να λάβει υπόψιν της τον πληθυσμό εκείνο. Στη συνέχεια και ανάλογα με τον βαθμό της επιρροής της πάνω στον ομογενή της πληθυσμό, η κατοχική δύναμη μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις και την πολιτική του κράτους, ακόμα και αν η κατοχή έχει τυπικά λήξει. Ο εποικισμός απαγορεύεται από το άρθρο 49 της Συνθήκης της Γενεύης [1], και καταδικάζεται ως έγκλημα πολέμου, βάσει του πρωτοκόλλου 1 της ίδιας Συνθήκης [2]. 

Ο εποικισμός της Κύπρου σχεδιάστηκε το 1956, δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια πριν από την τουρκική εισβολή, με σκοπό να ανατρέψει την ελληνική πλειοψηφία στο νησί, να δώσει στην Τουρκία πλήρη κυριαρχία πάνω στη μισή επικράτεια της Δημοκρατίας, και πλήρη έλεγχο όσον αφορά την ασφάλεια ολόκληρης της Κύπρου. Για όποιον το ακούει για πρώτη φορά, αυτό μπορεί να ηχεί σαν θεωρεία συνωμοσίας. Με την διαφορά ότι αυτή η συνωμοσία είναι πραγματικότητα. 

 Ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Ατνάν Μεντερέζ, είχε αναθέσει στον συνταγματολόγο Νιχάτ Ερίμ, να μελετήσει της δυνατότητες της τουρκικής πολιτικής σε σχέση με την Κύπρο, δίνοντάς του ορισμένες αρχικές κατευθύνσεις. Ο Ερίμ έπρεπε να εντοπίσει το καλύτερο πραγματοποιήσιμο σχέδιο με βάση τον συσχετισμό δυνάμεων της εποχής εκείνης. Στα τέλη του 1956 (24 Νοεμβρίου και 22 Δεκεμβρίου), ο Ερίμ παρέδωσε στον πρωθυπουργό Μεντερές δύο εκθέσεις. Αυτές αποτέλεσαν το βασικό στρατηγικό σχέδιο βάσει του οποίου υλοποιήθηκε η τουρκική πολιτική επί του κυπριακού. Οι βασικοί πυλώνες των εκθέσεων ήταν [3]: 

  1. Οι Τουρκικές διεκδικήσεις επί της Κύπρου δεν θα πρέπει να στηρίζονται σε νομικά επιχειρήματα αλλά σε πολιτικούς λόγους. Όμως, προκειμένου να μη δημιουργείται πρόβλημα στις σχέσεις Βρετανίας – Τουρκίας – Ελλάδας, αν παραχωρηθεί αυτοδιοίκηση στο νησί, η καλύτερη λύση είναι η μέση λύση, δηλαδή αυτή της διχοτόμησης. 
  2. Θα πρέπει η Τουρκία να επιμένει διεθνώς ότι στην Κύπρο υπάρχουν δύο διαφορετικές κοινότητες, η κάθε μια από τις οποίες έχει το δικαίωμα της ξεχωριστής αυτοδιάθεσης. Το μέλλον των δύο ξεχωριστών λαών, είτε ανεξαρτησία είτε ένωση με την μητέρα-πατρίδα είτε συνέχιση της Βρετανικής κυριαρχίας, θα πρέπει να αποφασισθεί κατόπιν δημοψηφίσματος ξεχωριστά σε κάθε μια εκ των δύο. 
  3. Η αρχή της αυτοδιάθεσης θα πρέπει εφαρμοσθεί αφού πρώτα μετακινηθεί ο Ελληνικός πληθυσμός, έτσι ώστε να υπάγεται στη διοίκηση της αρεσκείας του. Τέτοια μετακίνηση δεν θα συνιστά αδικαιολόγητη ταλαιπωρία αλλά θα βοηθήσει να μην καταπατηθούν τα δικαιώματα της Τουρκικής κοινότητας που σήμερα είναι μειοψηφική, επιπλέον θα ικανοποιηθεί η ασφάλεια της Τουρκίας και θα αποφευχθεί μια μελλοντική ελληνοτουρκική κρίση.
  4. Η Τουρκία θα πρέπει να προσδιορίσει την προσφορότερη γι’ αυτήν μορφή διχοτόμησης λαμβάνοντας υπ’ όψη τα οικονομικά και στρατιωτικά της συμφέροντα καθώς και τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Στην ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους Ρωμιούς της νήσου θα πρέπει να συμμετέχει αναγκαστικά και η Τουρκία γιατί το θέμα σχετίζεται με την ασφάλεια της καθώς και την πολιτική της στη Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα δεν μπορεί να ζητήσει το ίδιο δικαίωμα για την Τουρκική περιοχή διότι το νησί απέχει από την Τουρκία 45 ν.μ. ενώ από την Ελλάδα 600 ν.μ. 
  5. Θα πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη μετάβαση Τούρκων προς την Κύπρο. Αφού η Τουρκία λάβει τα μέτρα της, το σύνολο του Τουρκικού πληθυσμού μπορεί να αυξηθεί στον αριθμό που ανερχόταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε μόνο δεν θα ανησυχεί για την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα γίνει είτε για τον καθορισμό του συνόλου της νήσου είτε της διχοτόμησης. 

 Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Ερίμ κρίθηκε ως ο κατάλληλος άνθρωπος για να αντιπροσωπεύσει την Τουρκία στις σημαντικότερες διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό. Ο σχεδιαστής της τουρκικής πολιτικής, αναλάμβανε έτσι και την ευθύνη της προώθησής της σε διπλωματικό επίπεδο. Όπως αναφέρει ο διευθυντής του ΚΥ.ΚΕ.Μ, Χρήστος Ιακώβου, «Ο Νιχάτ Ερίμ επεσκέφθη την Κύπρο κατά την διάρκεια του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., έλαβε μέρος σε διάφορες συνομιλίες σχετικές με το Κυπριακό Ζήτημα και το 1959 ήταν μέλος την τουρκικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα στη Ζυρίχη και κατέληξαν στις γνωστές συμφωνίες. Μεταξύ των ετών 1959 και 1960 ήταν επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπίας για την σύνταξη και επεξεργασία του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Ερίμ υπηρέτησε και στην έδρα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ως επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας. Εκεί υπερασπίσθηκε τις θέσεις της Τουρκίας σχετικά με το Κυπριακό. Ανέλαβε πρωθυπουργός της Τουρκίας μετά το πραξικόπημα του 1971 [4]». 

Η πρωθυπουργία του Ερίμ τερματίσθηκε το 1980, με την δολοφονία του από την ακροαριστερή οργάνωση Dev-Sol (μετέπειτα DHKP-C), καθώς η διακυβέρνησή του ήταν απολυταρχική, με φυλακίσεις και βασανισμούς αντιφρονούντων. Η πολιτική που χάραξε όμως για την Κύπρο, υιοθετήθηκε από όλες τις τουρκικές κυβερνήσεις, από τότε μέχρι σήμερα. 

Ο πέμπτος πυλώνας των εκθέσεων προαναγγέλλει τον εποικισμό των κατεχομένων ήδη από το 1956. Ο τέταρτος πυλώνας, θέτει τα κριτήρια για την επιλογή της λύσης που συμφέρει περισσότερο την Τουρκία: μια μορφή διχοτόμησης, που της επιτρέπει να ελέγχει στρατιωτικά ολόκληρη την Κύπρο. Γιατί στην ασφάλεια της περιοχής, «που θα παραχωρηθεί στους Ρωμιούς της νήσου», θα συμμετέχει μόνον η Τουρκία, αρνούμενη το αντίστοιχο δικαίωμα στην Ελλάδα. Το ποιος θα έχει το πάνω χέρι σε μια τέτοια περίπτωση, είναι φανερό. Η καλύτερη μορφή διχοτόμησης που εξασφαλίζει αυτή την δυνατότητα στην Τουρκία, κρίθηκε στα επόμενα χρόνια ότι ήταν η συνομοσπονδία, ή μια μορφή ομοσπονδίας, πολωμένη προς την κατεύθυνση της συνομοσπονδίας. Αλλά αυτό πρέπει να γίνει αντικείμενο ενός άλλου κειμένου. 

Από την αρχή ακόμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η αξιοποίηση πληθυσμιακών ομάδων συγγενικών εθνολογικά προς την Τουρκιά, αλλά και του μουσουλμανικού πληθυσμού, υπήρξε ζωτικής σημασίας για την τουρκική πολιτική [5]. Στη συνέχεια, οι πρακτικές αυτές απέκτησαν ιδεολογικό χαρακτήρα, παίρνοντας τις μορφές του παντουρκισμού και του πανισλαμισμού. Σήμερα, η αξιοποίηση τέτοιων εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων, μελετάται από την συνιστώσα της γεωπολιτικής, που ορισμένες φορές αναφέρεται με τον όρο «γεωπολιτισμός». Ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Αχμέτ Νταβούτογλου, μετέπειτα υπουργός εξωτερικών και στη συνέχεια πρωθυπουργός της Τουρκίας, στο βιβλίο του «Το στρατηγικό βάθος», αναλύει διεξοδικά την έννοια του γεωπολιτισμού, αρχίζοντας από τις βασικές έννοιες και τα μεθοδολογικά εργαλεία: 

 «Ο πολιτισμός αποτελείται από ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά και οικονομικά στοιχεία, τα οποία εδράζονται επί ενός κόσμου αξιών που παράγονται από ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο στοιχείο (πληθυσμός) σε έναν συγκεκριμένο χώρο (γεωγραφία) και σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα (ιστορία) με την ταυτότητα που κατέχει και την αίσθηση του ανήκειν. Έτσι νοούμενος ο πολιτισμός αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο που συνδέει τα σταθερά δεδομένα της ισχύος στα δυναμικά δεδομένα. Το στοιχείο αυτό εξασφαλίζει, από την μια, την εκδήλωση των σταθερών δεδομένων στο πλαίσιο της τρέχουσας διαδικασίας, ενώ παίζει, από την άλλη, τον ρόλο του βασικού κινήτρου που κινεί τα δυναμικά δεδομένα [6]». 

 Όπως εξηγεί ο Νταβούτογλου, σταθερά δεδομένα, είναι «στοιχεία που οι χώρες μέσα στο ισχύον πλαίσιο δεν μπορούν να τα αλλάξουν στο άμεσο και έμμεσο μέλλον», και αποτελούν παραμέτρους της «εξίσωσης της ισχύος [7]». Αυτά είναι η γεωγραφία, η ιστορία, ο πληθυσμός και πολιτισμός. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, αν και τα ίδια τα στοιχεία αυτά δεν αλλάζουν, η βαρύτητά τους στην ισορροπία δυνάμεων των χωρών, αλλάζει συνεχώς:

 «... παρατηρούμε ότι οι αλλαγές που σημειώνονται στις διεθνείς συγκυρίες έχουν ως συνέπεια να μετατραπεί το ειδικό βάρος που κατέχουν τα σταθερά δεδομένα στις ισορροπίες δυνάμεων των χωρών. § Οι χώρες που επανεξετάζουν αυτή την αλλαγή στην κατάλληλη χρονική στιγμή και με συνεπή τρόπο μετατρέπουν αυτά τα σταθερά δεδομένα σε πλαίσιο πάνω στο οποίο θα αναπτυχθεί μια δυναμική εξωτερική πολιτική [8]». 

 Ακόμη και μεγάλες και ισχυρές χώρες, είναι αναγκασμένες να λάβουν σοβαρά υπόψη τις δυνατότητες που παρέχει το πληθυσμιακό στοιχείο στην εξωτερική πολιτική άλλων χωρών. Ο Νταβούτογλου αναφέρεται σε συγκεκριμένα παραδείγματα: 

 «Επειδή η νέα και δυναμική δομή του πληθυσμού της Τουρκίας είναι μια σημαντική παράμετρος ισχύος, αποτελεί ένα στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κυρίως στις σχέσεις τις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πληθυσμιακό στοιχείο το οποίο έγινε αντιληπτό ως το σημαντικότερο στρατιωτικό / δημογραφικό εμπόδιο στην κάθοδο των Ρώσων στη Μεσόγειο κατά τον Ψυχρό πόλεμο θεωρήθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά / δημογραφικά στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις πληθυσμιακές μετακινήσεις εντός της Ευρώπης στη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Η στάση που υιοθέτησαν οι ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες έχουν γίνει μάρτυρες, με σημαντικότερη την Γερμανία, των μεταναστευτικών κυμάτων από την Τουρκία, στο θέμα του δικαιώματος της ελεύθερης μετακίνησης, η οποία είναι η φυσική προέκταση της ευρωπαϊκής ενταξιακής διαδικασίας, είναι αποτέλεσμα της θέσης που κατέχει το πληθυσμιακό στοιχείο ανάμεσα στις παραμέτρους ισχύος [9]». 

 Ο Νταβούτογλου αναφέρεται στις ανησυχίες των Ευρωπαίων, και ειδικά των Γερμανών, σε σχέση με την απελευθέρωση του περιορισμού της μετακίνησης πληθυσμών από την Τουρκία, λόγω της πληθυσμιακής διαφοράς ισχύος που μπορεί να προκύψει. Αλλά αν ένα μεγάλο κράτος το φοβάται αυτό, πόσο μάλλον ένα μικρό κράτος σαν την Κύπρο. Το ζήτημα του γεωπολιτιστικής σημασίας των εποίκων για την Τουρκία θα έπρεπε να κατέχει σημαντική θέση στις συζητήσεις μας για το κυπριακό. Τα θέματα εθνικισμού και μισαλλοδοξίας, έχουν την θέση τους όταν πρόκειται για τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Όμως, δεν έχουν όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, εσωτερική προέλευση και αιτία. Η εισβολή και κατοχή, και βεβαίως, ο εποικισμός, έγιναν για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της Τουρκίας και όχι των Τουρκοκυπρίων. Χρειάζεται να βλέπουμε και έξω από την δική μας κοινωνία, ή τους μικρόκοσμους που φτιάχνουμε μέσα σ' αυτήν. 

 Αφού λοιπόν παρουσιάσει τις βασικές αρχές της θεωρίας, ο Νταβούτογλου περνά στην πραγμάτευση της εφαρμογής της: του πως πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι διάφοροι πληθυσμοί πέραν των τουρκικών συνόρων, στην κατεύθυνση των επεκτατικών σχεδιασμών της Άγκυρας: 

 «Πρωτίστως, στις δυο χώρες (Βοσνία και Αλβανία), όπου οι μουσουλμάνοι είναι πλειονότητα και θεωρούνται φυσικοί σύμμαχοι της Τουρκιάς, εμφανίστηκε η βούληση να μετατραπεί αυτή η κοινή ιστορική συσσώρευση σε μια συμμαχία. Οι τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούν στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, στο Σαντζάκ (επαρχία της Σερβίας), στο Κόσοβο και στη Ρουμανία αποτελούν σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας. 

Οι δύο σημαντικότεροι βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στα Βαλκάνια, είναι η ισχυροποίηση της Βοσνίας και της Αλβανίας μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας και η δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου που θα θέσει υπό την προστασία του τις εθνικές μειονότητες της περιοχής. Στο νομικό αυτό πλαίσιο η Τουρκία πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχουν το δικαίωμα παρέμβασης στα ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες των βαλκανίων. Η νομιμότητα της επέμβασης της Κύπρου, που αποτελεί ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή, κατέστη δυνατή εντός ενός τέτοιου είδους νομικού πλαισίου [10]».

 Η διατήρηση και η ενίσχυση των πληθυσμών που μπορούν να αξιοποιηθούν από την Τουρκία ώστε να αυξήσει την κυριαρχία της πάνω σε τρίτες χώρες, κατέχει κεντρική θέση στην πολιτική που εισηγείται ο Νταβούτογλου: 

«Κάθε τέμενος που γκρεμίζεται στα Βαλκάνια, κάθε ισλαμικός θεσμός που εκλείπει, κάθε εθιμικό στοιχείο που εξαφανίζεται από πολιτισμική άποψη αποτελούν και ένα θεμέλιο λίθο ο οποίος αφαιρείται από την επιρροή που μπορεί να ασκήσει η Τουρκία σε αυτή την περιοχή πέραν των συνόρων της [11]». 

 Ο Νταβούτογλου συμπεριελήφθη στη λίστα που εξέδωσε το περιοδικό «Time» για τα «Πρόσωπα με τη Μεγαλύτερη Επιρροή Παγκοσμίως» για το έτος 2012 [12]. Η στρατηγική και πολιτική σκέψη του, αποδείχτηκε παρόλα αυτά μετριοπαθής μπροστά στην αχαλίνωτη φιλοδοξία του Ταγίπ Ερντογάν. Έτσι, ο Ερντογάν, από την θεσμικά υποδεέστερη θέση του προέδρου της χώρας, αντικατέστησε τον Νταβούτογλου με έναν πιο πειθήνιο πρωθυπουργό.

 Εκτός από την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάνης και την διεκδίκηση ελληνικών νησιών, ο Ερντογάν διέταξε πρόσφατα την πολιτογράφηση νέων εποίκων από το ψευδοκράτος. Αμέσως μετά, διακήρυξε σε διάφορες ευκαιρίες μια νέα παντουρκιστική κατεύθυνση στην τουρκική πολιτική. Σε μια περίπτωση, στις 25 Οκτωβρίου του 2016, κατά την τελετή έναρξης του ακαδημαϊκού έτους στο πανεπιστήμιο «Tayyip Erdoğan» του Ρίζε, ιδιαίτερης πατρίδας του Τούρκου προέδρου, ο ίδιος δήλωσε τα εξής: 

« Οτιδήποτε συμβαίνει στην περιοχή, έχει άμεση σχέση με την Τουρκία. Γυρίσαμε ποτέ στο παρελθόν την πλάτη μας, όταν αντιμετώπισαν δυσκολίες οι ομοεθνείς μας στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στα Σκόπια, τα αδέλφια μας στη Βοσνία, στην Αλβανία και στο Κόσοβο; Είπαμε ποτέ πως οι υποθέσεις αυτές είναι εσωτερικές; Μπορούμε να γυρίσουμε την πλάτη μας; Όπως έχω αναφέρει, άλλα είναι τα φυσικά μας σύνορα και εντελώς διαφορετικά είναι τα σύνορα της καρδιάς μας. Τα αδέρφια μας, που βρίσκονται από την Ευρώπη μέχρι και την Αφρική, από την Μεσόγειο μέχρι και τις ατελείωτες στέπες της κεντρικής Ασίας, βρίσκονται μέσα στα σύνορα της καρδιάς μας. Για μας τα Βαλκάνια είναι το ένα μέρος της καρδιάς μας και ο Καύκασος το άλλο μέρος. Η έχθρα προς τους ξένους στην Ευρώπη αυξάνεται κι εμείς είμαστε οι πρώτοι που αντιδρούμε. Γιατί; Διότι εκεί ζουν 5 εκατομμύρια πολίτες μας που έχουν τις ρίζες τους στην Τουρκία. Επιπλέον πρέπει να προσθέσουμε και τα αδέρφια μας από το Τουρκιστάν, το Αφγανιστάν και την Κεντρική Ασία, που εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη. Είναι ηθική μας υποχρέωση να υπερασπιστούμε τα δικαιώματά τους και να βρούμε λύσεις στα προβλήματά τους [13]». 

Την ίδια στιγμή που διατάζει την πολιτογράφηση νέων εποίκων στην Κύπρο, ο Ερντογάν επικαλείται τουρκικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς για να προβάλει αξιώσεις ενάντια στην κυριαρχία τρίτων χωρών, ενώ όπως ο Νταβούτογλου έχει προτείνει: «η Τουρκία πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχουν το δικαίωμα παρέμβασης στα ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων» - κατά το πρότυπο της Κύπρου! 

Με την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης, τα πράγματα για την Κύπρο είναι πολύ χειρότερα. Μέχρι σήμερα, η παρουσία της Τουρκίας στο νησί, γίνεται με την πρόφαση της προστασίας των Τουρκοκυπρίων, γιατί με βάση τη Λωζάνη, απεμπόλησε κάθε αξίωσή της πάνω στο νησί [14]. Με την αμφισβήτηση της Συνθήκης, ανοίγει ο δρόμος για την αναβίωση τουρκικών διεκδικήσεων στην Κύπρο, αυτή την φορά άμεσα. 

3. Προϋποθέσεις για την απόδοση ιθαγένειας σε έποικους. 



Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε ως λαός, δεν προέρχεται από τον επεκτατισμό της Τουρκίας ή την αλαζονεία του Ερντογάν. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος έγκειται στην επιπολαιότητα με την οποία αντιμετωπίζει τα ζητήματα αυτά ένας σημαντικός αριθμός Κυπρίων. Στην πιο ακραία της έκφραση, η επιπολαιότητα παίρνει την μορφή δυο καταστροφικών κατευθύνσεων: Από την μια είναι η εχθρότητα απέναντι στους Τουρκοκύπριους και η απόδοση όλης της ευθύνης σ' αυτούς ή η ταύτισή τους με την Τουρκία. Ξεχνώντας τα δικά μας λάθη και ξεχνώντας πως, αν μη τι άλλο, χωρίς αυτούς δεν νομιμοποιείται καμιά λύση. Στην αντίθετη κατεύθυνση, έχουμε την απόδοση όλης της ευθύνης στους Ελληνοκύπριους, την δημιουργία ενοχικών συνδρόμων και την αποδοχή των αξιώσεων της Τουρκίας ως επίδειξη διαφοροποίησης από την προηγούμενη στάση. Από την μια έχουμε τον εθνικισμό, τον ρατσισμό και την μισαλλοδοξία, και από την άλλη τους αφελείς, τους φανατικούς της λεγόμενης «πολιτικής ορθότητας» και τους life-style διεθνιστές, οι οποίοι είναι έτοιμοι να συμφωνήσουν σε όλα όσα εξυπηρετούν την τουρκική πολιτική.


Τα δύο αυτά άκρα, είτε το καταλαβαίνουν είτε όχι, δημιουργούν μια επικίνδυνη κατάσταση πόλωσης και φανατισμού, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται η προσοχή από τα ουσιώδη. Το ένα άκρο τροφοδοτεί το άλλο: η απέχθεια που φυσιολογικά νιώθει κανείς μπροστά στις παρωχημένες και αντιανθρώπινες φανφάρες του εθνικισμού, στρέφει πολλούς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αλλά όταν φτάνει κανείς στο αντίθετο άκρο, γίνεται η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Συμπορεύεται με τις θέσεις του τουρκικού εθνικισμού. Και ο κύκλος της πόλωσης επαναλαμβάνεται: όσοι δεν θέλουν να κλείσουν τα μάτια απέναντι στις πραγματικότητες, όσοι απαυδούν με τη ξύλινη γλώσσα και τα ιδεοληπτικά αντανακλαστικά της πολιτικής ορθότητας, συχνά καταλήγουν στο άλλο άκρο, στον εθνικισμό ή τη μισαλλοδοξία.


Στο ΚΙΝΑΜΕ προσπαθούμε να ακολουθήσουμε ένα διαφορετικό δρόμο: να κρατούμε τις διεθνιστικές μας αξίες, χωρίς να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά στις πραγματικότητες, έχοντας πάντα ως στόχο την ενότητα του κυπριακού λαού. Χωρίς να θυσιάζουμε τα αισθήματα αδελφοσύνης απέναντι στον Τουρκικό λαό, δεν παραβλέπουμε το γεγονός ότι η Τουρκία, με το σύστημα εξουσίας που καθορίζει την πολιτική της, στέκεται απέναντί μας ως εχθρικό κράτος.


Χρειάζεται να γίνει κατανοητό σε όλους, ότι τα κράτη δεν είναι οι λαοί, όσο δεν υπάρχει πραγματική δημοκρατία. Γιατί μόνο τότε, η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική ενός κράτους αντικατοπτρίζει τις ιδέες, τις αξίες και τη βούληση της κοινωνίας των πολιτών του. Στη δημοκρατία, το κράτος αντικαθίσταται από τον Δήμο. Τότε ο λαός, η κοινωνία, όχι μόνο παίρνει η ίδια τις αποφάσεις, αλλά η ίδια αναλαμβάνει και την υλοποίησή τους [15]. Στη δημοκρατία δεν υπάρχει κράτος ξεχωριστό από την κοινωνία. Με τη νομική έννοια του όρου, η οργάνωση του λαού εξακολουθεί να ονομάζεται κράτος. Αλλά το κράτος με την παλιά του σημασία, ως εξουσία, παύει να υπάρχει. Γιατί η εξουσία είναι πάντοτε κάτι διαχωρισμένο από τον λαό. Ανεξαρτήτως από τον βαθμό στον οποίο μια τέτοια οργάνωση μπορεί να προσεγγιστεί από μια πραγματική κοινωνία, αυτή είναι η έννοια της λέξης «Δημοκρατία».


Ανεξαρτήτως και πάλι από το εφικτό της Δημοκρατίας, όσο αυτή δεν υφίσταται, το κράτος και ο λαός δεν συμπίπτουν. Ως εκ τούτου, μπορούν να υπάρχουν εχθρικά κράτη, χωρίς να υπάρχουν εχθρικοί λαοί. Ο βαθμός στον οποίο ο Τουρκικός λαός οργανώνεται και διεκδικεί την δημοκρατία στη χώρα του, είναι ο βαθμός στον οποίο έχουμε κάτι κοινό που μας ενώνει. Αρκεί βέβαια κι εμείς να κάνουμε την δική μας δουλειά: να διεκδικούμε την δημοκρατία στην χώρα μας, να οργανωνόμαστε.


Ο βαθμός όμως στον οποίο το τουρκικό κράτος παίζει τα παιγνίδια εξουσίας του εις βάρος μας, είναι και ο βαθμός στον οποίο γίνεται εχθρικό απέναντί μας. Αυτό δεν αλλάζει ανάλογα με το αν είναι κάνεις εθνικιστής ή διεθνιστής, ούτε αλλάζει με το κατά πόσο είναι αριστερός, κεντρώος ή δεξιός, αναρχικός, φασίστας, κομμουνιστής ή νεοφιλελεύθερος. Ούτε η ταξική ανάλυση σταματά την ύπαρξη της απειλής. Γιατί απλούστατα, αυτή η απειλή δεν προέρχεται από εμάς. Προέρχεται από το σύστημα εξουσίας που ελέγχει την Τουρκία.


Το θέμα είναι ότι δεν μπορούμε να αφήσουμε την Τουρκία να μας καταπιεί, περιμένοντας τους συναγωνιστές εκεί να ξεσηκώσουν τον δικό τους λαό (αν και αυτό είναι κάτι που ο τουρκικός λαός οφείλει να πετύχει). Πρέπει να κάνουμε οτιδήποτε είναι δυνατόν για να προστατέψουμε τους εαυτούς μας, γιατί κανείς δεν θα ρθει να μας σώσει. Ούτε ξανθές φυλές, ούτε εξωγήινοι από το διάστημα. Το ίδιο πρέπει να καταλάβουν και οι Ελληνοκύπριοι όσον αφορά την Ελλάδα: δεν μπορούμε να περιμένουμε τον ελληνικό λαό να ξανά-ανακαλύψει την δημοκρατία (πράγμα βεβαίως που ο ελληνικός λαός οφείλει να κάνει, αν θέλει καν να επιβιώσει). Αυτή τη στιγμή, πρέπει να τα καταφέρουμε μόνοι μας. Και το πρώτο βήμα, είναι να αποφασίσουμε ποιοι είμαστε. Ποιοι είναι που αποφασίζουμε για την Κύπρο, σε ποιους αναφερόμαστε όταν μιλάμε για την βούληση του κυπριακού λαού.


Όταν το θέμα τίθεται σε επίπεδο κοινοτήτων, ο νους πάει συνήθως στις πέντε αναγνωρισμένες από το σύνταγμα κοινότητες του νησιού: την Ελληνοκυπριακή, την Τουρκοκυπριακή, την Μαρωνίτικη, την Αρμενική κοινότητα και την κοινότητα των Λατίνων. Παρόλο που, εντωμεταξύ, πολιτογραφήθηκαν και άτομα άλλων προελεύσεων. Όταν όμως τίθεται θέμα νομιμοποίησης ενός αριθμού εποίκων, τίθεται θέμα επαναπροσδιορισμού του ποιοι είμαστε.


Κάθε φορά που πολιτογραφείται ένας αλλοδαπός ως Κύπριος, οφείλουμε ως λαός να τον καλωσορίζουμε, σεβόμενοι τα δικαιώματα και την κουλτούρα του. Αλλά για να μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό, πρέπει κι εμείς να νιώθουμε την ασφάλεια ότι η είσοδός του στην κοινωνία μας, θα είναι προς το συμφέρων όλων μας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως εκείνες των πολιτικών προσφύγων ή των θυμάτων ανθρωπιστικών κρίσεων, οφείλουμε να υπερβαίνουμε, μέσα σε κάποια πλαίσια, ακόμα και αυτό το όριο.


Σε καμιά περίπτωση όμως, η πολιτογράφηση νέων Κυπρίων δεν μπορεί να επιβάλλεται από μια ξένη δύναμη. Είναι προφανές ότι το μεγαλύτερο σύνολο που δικαιούται να αποφασίζει για την απόδοση της κυπριακής ιθαγένειας, είναι ο κυπριακός λαός. Για να το θέσουμε διαφορετικά: η κοινωνία που ενδέχεται να υποδεχτεί ένα νέο μέλος, πρέπει η ίδια να αποφασίζει αν τελικά θα το δεχτεί. Αλλά το ποιοι είναι έποικοι, δεν το αποφασίζουμε εμείς. Το διατάζει ο Ερντογάν, ή η εκάστοτε τουρκική κυβέρνηση.


Το ΚΙΝΑΜΕ δεν έχει μέχρι στιγμής καταλήξει σε μια ολοκληρωμένη εισήγηση για το πως πρέπει, ως κυπριακός λαός, να διαχειριστούμε συνολικά το ζήτημα των εποίκων. Όμως έχουμε να προτείνουμε την βάση πάνω στην οποία πρέπει να τεθεί ως ζήτημα, καθώς και ορισμένες προϋποθέσεις που πρέπει να ληφθούν υπόψιν κατά την πολιτογράφηση οποιονδήποτε εποίκων.


Αφετηρία μας είναι η μη a priori αναγνώριση των εποίκων ως μέρος του κυπριακού λαού. Προφανώς, αν η αναγνώριση είναι εκ των προτέρων δεδομένη, τότε εκείνος που αποφασίζει το ποιοι είμαστε, δεν είμαστε εμείς, αλλά ο Ερντογάν, ή η εκάστοτε τουρκική κυβέρνηση. Αυτό είναι πλήρης κατάργηση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού. Αυτό καταργεί την αυτοδιάθεση. Αυτό καταργεί την δημοκρατία. Αυτό μας καθιστά υπόδουλους στην Τουρκία, αφού της δίνει την ευκαιρία να επικαλείται την ύπαρξη δικού της πληθυσμού στην Κύπρο.


Στις καταστατικές μας θέσεις, τοποθετήσαμε μόνο αυτήν την αφετηρία:


  • «Ο εποικισμός των κατεχομένων από την Τουρκία εδαφών έγινε με σκοπό να νομιμοποιήσει εκ των πραγμάτων τις αξιώσεις της στην Κύπρο, να δικαιολογήσει τον σφετερισμό των περιουσιών των Κυπρίων και την διατήρηση υπό τον έλεγχό της των κατεχομένων εδαφών και να προκαλέσει δημογραφική αλλοίωση, ώστε, μέσω του πληθυσμού αυτού, να έχει λόγο στις αποφάσεις του κυπριακού λαού. Ο εποικισμός είναι παράνομος σύμφωνα με το άρθρο 49 της Συνθήκης της Γενεύης και αποτελεί έγκλημα πολέμου, σύμφωνα με το πρωτόκολλο 1 της ίδιας Συνθήκης. Οι έποικοι δεν αποτελούν μέρος του Κυπριακού λαού, ούτε έχουν οποιαδήποτε δικαιώματα λόγω της χρήσης των περιουσιών αυτών μετά την Τουρκική εισβολή. Ωστόσο, η διατύπωση αυτή δεν νοείται έτσι που να περιορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο, το δικαίωμα του κυπριακού λαού να αποφασίσει, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες και στα πλαίσια που ορίζει το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο, να δώσει την κυπριακή ιθαγένεια σε όποιον θέλει και όποτε κρίνει θεμιτό. Κατά την γνώμη μας ως ΚΙΝΑΜΕ, αυτό πρέπει να γίνεται κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες περιγράφονται στις αναλυτικές μας θέσεις»


Η αφετηριακή μας θέση, ήδη επικαλείται το διεθνές δίκαιο και το Σύνταγμα. Αυτά θα ορίσουν το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αποφασιστεί, τουλάχιστον σε ένα πρώτο στάδιο, το θέμα των εποίκων. Το αν αυτό θα γίνει με βάση το υφιστάμενο Σύνταγμα, ή με βάση ένα νέο Σύνταγμα, είναι συζητήσιμο.


Οφείλουμε εδώ, όπως ορίζεται πιο πάνω, να προτείνουμε ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες να διέπουν τη διαδικασία απόδοσης της κυπριακής ιθαγένειας σε εποίκους. Ως ΚΙΝΑΜΕ δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι να τοποθετηθούμε όσον αφορά το πόσοι έποικοι πρέπει να μείνουν. Άλλωστε, δεν έχουμε στην διάθεσή μας δεδομένα που μπορούμε να εμπιστευτούμε, για τους αριθμούς των Τουρκοκυπρίων και των εποίκων. Πολλοί παράγοντες πρέπει να ληφθούν υπόψιν, αλλά το αποφασιστικό κριτήριο πρέπει να είναι η ασφάλεια του κράτους και του λαού από την απειλή της Τουρκίας. Γι' αυτό, σίγουρα μιλάμε για ένα αρκετά μικρο αριθμό.


Είμαστε όμως σε θέση να τοποθετηθούμε ως προς το τι περιμένουμε από αυτούς που θα παραμείνουν. Με ποιον γνώμονα, δηλαδή, πιστεύουμε ότι πρέπει να τους επιλέξουμε. Συγκεκριμένα: θέλουμε να δώσουμε την ιθαγένεια, σε ανθρώπους οι οποίοι θέλουν να ζήσουν μαζί μας. Και αντιστρόφως, δεν θέλουμε να την δώσουμε σε ανθρώπους που θα έρθουν εδώ για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της Τουρκίας ή οποιουδήποτε άλλου.


Οι προϋποθέσεις που θα προτείνουμε, διέπονται ακριβώς από αυτό το πνεύμα. Η πρώτη έχει ως ακολούθως:

  • «Η απόκτηση κυπριακής ιθαγένειας από οποιονδήποτε έποικο, γίνεται αποκλειστικά δυνάμει πολιτογραφήσεως».

Η πρόταση αυτή, απορρέει λογικά από την αφετηριακή μας θέση, αν λάβουμε υπόψη την υφιστάμενη κυπριακή νομοθεσία. Γιατί, εφόσον οι έποικοι δεν ανήκουν στον κυπριακό λαό, είναι αλλοδαποί [16]. Ο μόνος τρόπος απόκτησης ιθαγένειας από ένα αλλοδαπό, είναι με βάση τον νόμο, η πολιτογράφηση.


Ωστόσο, υπάρχει και ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο πρέπει να αποτελεί προϋπόθεση. Ότι με την πολιτογράφηση, παρέχεται στη Δημοκρατία μια σημαντική δικλείδα ασφαλείας, απέναντι σε έποικους οι οποίοι, ενώ πραγματικά ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που δεν θέλουμε να τους δώσουμε την ιθαγένεια, παραπλανώντας μας, θα την αποκτήσουν.


Η υφιστάμενη νομοθεσία, ήδη εξασφαλίζει τα ίδια δικαιώματα σε όλους τους Κύπριους πολίτες, ανεξαρτήτως καταγωγής. Ο νόμος όμως όμως διατηρεί μιαν επιφύλαξη απέναντι στους πολιτογραφημένους πολίτες, την οποία πρέπει να διατηρήσουμε, τουλάχιστον ως προς το πνεύμα της, και στο νέο σύνταγμα και τους νόμους που θα απορρέουν από αυτό. Συγκεκριμένα, η ιθαγένεια ενός πολιτογραφημένου Κυπρίου μπορεί να αφαιρεθεί, στην περίπτωση που αυτός αποδειχτεί ότι διάκειται εχθρικά απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία:


«Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμος του 2002 (141(I)/2002), Άρθρο 113: Αποστέρησις της ιδιότητος του πολίτου [απόσπασμα]

(1) Πολίτης της Δημοκρατίας ο οποίος είναι πολίτης σύμφωνα με εγγραφή ή είναι πολιτογραφημένο πρόσωπο, παύει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας εάν στερηθεί της ιδιότητας του πολίτη με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με Διάταγμα να στερήσει οποιοδήποτε τέτοιο πολίτη από την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας εάν ικανοποιηθεί ότι η εγγραφή ή το πιστοποιητικό πολιτογράφησης αποκτήθηκε με δόλο, ψευδείς παραστάσεις ή απόκρυψη οποιουδήποτε ουσιώδους γεγονότος.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με Διάταγμα να στερήσει από οποιοδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας, το οποίο είναι πολιτογραφημένο πρόσωπο, την ιδιότητα του πολίτη εάν ικανοποιηθεί ότι ο πολίτης αυτός-

(α) Μέ έργα ή με λόγια επέδειξε, έλλειψη νομιμοφροσύνης ή δυσμένεια στη Δημοκρατία, ή

(β) σε οποιοδήποτε πόλεμο που διεξάγεται από τη Δημοκρατία παράνομα επιδόθηκε σε συναλλαγή ή επικοινώνησε με τον εχθρό ή επιδόθηκε στη διεξαγωγή ή συμμετείχε σε οποιαδήποτε επιχείρηση η οποία σε γνώση του διεξαγόταν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να βοηθήσει τον εχθρό κατά τον πόλεμο αυτό, ή

(γ) μέσα σε πέντε χρόνια από την πολιτογράφηση του καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε χώρα σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των δώδεκα μηνών».



Με αυτόν τον τρόπο, ο νόμος μας προστατεύει απέναντι σε όσους αποσκοπούν στην απόκτηση κυπριακής ιθαγένειας με αλλότρια κίνητρα, με σκοπό δηλαδή να εξυπηρετήσουν τις επιβουλές άλλων κρατών επί της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πρόνοια αυτή του νόμου δεν επηρεάζει τις επερχόμενες γενιές, καθώς τα παιδιά ενός πολιτογραφημένου Κυπρίου, είναι Κύπριοι δυνάμει καταγωγής. 

Η δεύτερη προϋπόθεση, είναι απλώς μια προσπάθεια περιγραφής αυτών στους οποίους δεν επιθυμούμε να δώσουμε την κυπριακή ιθαγένεια:

  • « Αποκλείεται η παραχώρηση ιθαγένειας ή η παραμονή στην Κύπρο εποίκων, οι οποίοι:
    1. Είναι μόνιμοι στρατιωτικοί του στρατού κατοχής, εν υπηρεσία ή εν αποστρατεία.
    2. Συνείσφεραν με οποιοδήποτε στην τρόπο και με την δική τους βούληση στην τουρκική εισβολή, ή συνεισφέρουν συνειδητά ή έχουν ευθύνες για την διατήρηση της κατοχής.
    3. Είναι εθνικιστές, γκρίζοι λύκοι, ή με οποιονδήποτε τρόπο αποδεδειγμένα θέτουν τα συμφέροντα της Τουρκίας πάνω από την Κυπριακή Δημοκρατία».

Η τρίτη και η τέταρτη προϋπόθεση, εισηγούνται προτεραιότητες και κάποια κριτήρια για το ποιοι έποικοι θα μείνουν. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί σε όσους έμπρακτα συνεισφέρουν στην απελευθέρωση της Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό. Σε όσους δηλαδή, με τις πράξεις και της ιδέες τους τίθενται ενάντια στην κατοχή, και υπέρ της ανεξαρτησίας της πατρίδας μας:

  • «Για την επιλογή των εποίκων που πρόκειται να πολιτογραφηθούν, να δοθεί προτεραιότητα σε πρόσωπα που με τις πράξεις και τις ιδέες τους έχουν τεκμηριωμένα τεθεί ενάντια στην κατοχή και υπέρ της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας».

Η διάταξη αυτή, πετυχαίνει δυο πράγματα: αφενός, δίνεται προτεραιότητα στους έποικους που πραγματικά θέλουν να ζήσουν μαζί μας, και αφετέρου, τους δίνει το κίνητρο να αγωνιστούν μαζί μας για την απελευθέρωση. Να σημειώσουμε ότι υπάρχει ήδη η νομική βάση για την παροχή ιθαγένειας με ένα τέτοιο κριτήριο, αφού, σύμφωνα με την παράγραφο (1) του άρθρου 111Α του «Περί Αρχείου Πληθυσμού νόμου [17]»:

«111Α Τιμητική πολιτογράφηση αλλοδαπού, για λόγους δημοσίου συμφέροντος

Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις παροχής υψίστου επιπέδου υπηρεσιών προς τη Δημοκρατία, οι οποίες αναφέρονται στη σχετική απόφαση, να επιτρέψει, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως τιμητικά πολιτογραφηθεί αλλοδαπός χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που περιγράφονται στις παραγράφους (1)(α), (1)(β) και (1)(δ) του Τρίτου Πίνακα».



Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψιν. Συνηθίζεται, διεθνώς, να παραχωρείται ιθαγένεια σε αλλοδαπό, ο οποίος συνάπτει γάμο με πολίτη ενός κράτους. Στη χώρα μας, ο νόμος επιτρέπει αυτή την δυνατότητα, βάση της παραγράφου (2) του άρθρου 110. Ωστόσο, η παραχώρηση ιθαγένειας βάσει του άρθρου αυτού γίνεται δυνάμει εγγραφής. Επειδή η παράγραφος (3) του άρθρου 113, που αφορά την αποστέρηση της ιδιότητας του πολίτη, αναφέρεται μόνο σε πολιτογραφημένους πολίτες, εδώ χρειάζεται προσοχή. Οι έποικοι πρέπει να αποκτούν ιθαγένεια μόνο μέσω πολιτογράφησης, για τους λόγους που εξηγήσαμε προηγουμένως. Επιπλέον, τέτοιες περιπτώσεις εξετάζονται η κάθε μια ξεχωριστά, ορίζονται κριτήρια από το νόμο και απαιτείται η έγκριση του υπουργού εσωτερικών. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να γίνει δεχτή η ανεξέλεγκτη πολιτογράφηση των εποίκων, με βάση μόνο το γεγονός ότι είναι σύζυγοι Κυπρίων. Δεδομένου όμως ότι τηρείται η προτεραιότητα που ορίζεται στην προηγούμενη διάταξη και, δεδομένου ότι πρόκειται για έποικους που δεν είναι αποδεδειγμένα εχθροί της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσοι είναι παντρεμένοι με Κύπριους πολίτες, πρέπει να επιλέγονται κατά προτεραιότητα.


Η προτεραιότητα αυτή πρέπει να συνσταθμιστεί βεβαίως και με άλλους παράγοντες. Δεν πρέπει να φερθούμε σκληρά απέναντι σε άτομα για τα οποία συντρέχουν ιδιαίτεροι ανθρωπιστικοί λόγοι να μείνουν, ή σε άτομα που δεν έχουν οι ίδιοι καμιά ευθύνη για τον εποικισμό.

  • «Δεδομένου ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων (5) και (6), για την επιλογή των εποίκων που πρόκειται να πολιτογραφηθούν, να ληφθεί υπόψιν το κατά πόσον εμπίπτουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

    1. Πρόσωπα που έχουν συνάψει γάμο με Κύπριο ή Κύπρια.
    2. Πρόσωπα που γεννήθηκαν στην Κύπρο, ή ήρθαν στην Κύπρο ως ανήλικοι και ως εκ τούτου δεν φέρουν προσωπική ευθύνη για τον εποικισμό του νησιού.
    3. Πρόσωπα ή οικογένειες για τις οποίες συντρέχουν ιδιαίτεροι ανθρωπιστικοί λόγοι».



Όσοι ήρθαν με δική τους βούληση, έχουν ευθύνη. Βεβαίως αυτή η ευθύνη διαβαθμίζεται ανάλογα με τις προσωπικές συνθήκες που αντιμετώπιζε ο καθένας, καθώς σε σχέση με την ενημέρωση που είχε για τα πραγματικά γεγονότα στην Κύπρο. Σε καμιά περίπτωση δεν υποστηρίζουμε την εχθρότητα και το μίσος ενάντια στους εποίκους. Πολλοί από αυτούς έχουν έρθει στο νησί ως οικονομικοί μετανάστες, αντιμετωπίζοντας ίσως προβλήματα επιβίωσης των ιδίων και των οικογενειών τους. Αυτό δεν τους απ αλλάζει από κάθε ευθύνη. Το να εκμεταλλευτεί κανείς το έγκλημα της εισβολής και κατοχής προς όφελός του, το να δεχτεί να μπει μέσα στο σπίτι ενός νόμιμου κατοίκου που έχει εκτοπιστεί με την βία, εξακολουθεί να είναι άδικο και παράνομο. Ούτε οφείλουν οι Κύπριοι να σηκώσουν στους δικούς τους ώμους τις συνέπειες του εποικισμού. Μπορεί βεβαίως να δείξει κανείς κατανόηση, όταν αυτό αφορά ανθρώπους που δεν έβρισκαν άλλη διέξοδο, δεν είχαν άλλο τρόπο να φροντίσουν την οικογένειά τους. Αλλά ένας τίμιος άνθρωπος, που αναγκάστηκε να κάνει κάτι τέτοιο, σίγουρα δεν θα έχει απαίτηση, όταν η νομιμότητα αποκατασταθεί και πρέπει να φύγει.


Τα άρθρα 110 και 111 του νόμου, απαιτούν από τον αιτούμενο πολιτογραφήσεως αλλοδαπό, να δώσει επίσημη δήλωση πίστης στην Κυπριακή Δημοκρατία [18]. Η δήλωση αυτή περιλαμβάνεται στον δεύτερο πίνακα του νόμου και είναι η εξής:


«ΕΠΙΣΗΜΗ ΔΙΑΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Εγώ, .............................................................................................................................................
επίσημα διαβεβαιώ πίστη στην Κυπριακή Δημοκρατία και σεβασμό προς τους Νόμους αυτής
»


Η δήλωση πίστης αυτή, δεν βοηθά από μόνη της στην περίπτωση των εποίκων, όπου η απειλή προέρχεται περισσότερο από την Τουρκία, παρά από τους ίδιους. Χρειάζεται μια πιο ισχυρή δήλωση, η οποία, να συμβάλλει στην αποδυνάμωση οποιασδήποτε διεκδίκησης της Τουρκίας εξ ονόματος των προσώπων αυτών. Η εισήγησή μας διατυπώνεται ως εξής:

  • «Ο νόμος απαιτεί από ένα πρόσωπο που πρόκειται να πολιτογραφηθεί ως Κύπριος, να δηλώσει πίστη στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η διάταξη αυτή είναι ανεπαρκής. Προϋπόθεση για την πολιτογράφηση οποιουδήποτε αλλοδαπού, θα πρέπει να είναι η υπογραφή δεσμευτικού εγγράφου, σύμφωνα με το οποίο ο ίδιος απορρίπτει οποιανδήποτε αξίωση οποιουδήποτε ξένου κράτους, η οποία περιορίζει την εθνική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, νοούμενης πάντα μέσα στα πλαίσια του διεθνούς δίκαιου. Ιδιαίτερα μάλιστα, απορρίπτει οποιαδήποτε τέτοια αξίωση που γίνεται με αφορμή τον ίδιο, ως άτομο ή ως μέρος συνόλου, με επίκληση οποιασδήποτε αφορμής, συμπεριλαμβανόμενης της εθνοτικής του προέλευσης και της θρησκείας στην οποία ανήκει».

Επίσης, το άρθρο 111 παρέχει τη δυνατότητα να απαιτηθεί από τον αιτούντα πολιτογραφήσεως αλλοδαπό, να αποκηρύξει οποιαδήποτε άλλη ιθαγένεια διαθέτει:

  • «Νοείται ότι, με πρόταση του Υπουργού σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση ή κατηγορία περιπτώσεων, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση πιστοποιητικού πολιτογράφησης, εκτός εάν ο αιτητής αποκηρύξει την ιδιότητα του πολίτη οποιασδήποτε άλλης χώρας την οποία αυτός κατέχει».


Αυτή η δυνατότητα χρειάζεται να αξιοποιηθεί σε κάθε περίπτωση πολιτογράφησης εποίκου, ούτως ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία πληθυσμού στην Κύπρο, που αποτελείται από πολίτες της Τουρκίας, δεδομένων των προθέσεων και των επιβουλών της τελευταίας έναντι της Κύπρου. Η θέση μας διατυπώνεται ως εξής:


  • Κατά την πολιτογράφηση οποιουδήποτε έποικου, να εφαρμόζεται η δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 111 του νόμου και να απαιτείται από τον αιτητή, η αποκήρυξη της ιδιότητας του πολίτη οποιασδήποτε άλλης χώρας τυγχάνει να έχει».

Το τελευταίο ζήτημα που τοποθετούμε στις θέσεις μας, αφορά την περίπτωση παραχώρησης μόνιμης άδειας παραμονής σε εποίκους, χωρίς την απόκτηση ιθαγένειας. Όπως έχουμε ήδη εξηγήσει, ένα τέτοιο ενδεχόμενο πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία. Πρώτον, γιατί η δημιουργία μόνιμων κατοίκων, οι οποίοι δεν διαθέτουν κυπριακή ιθαγένεια και κατά συνέπεια πολιτικά δικαιώματα, είναι κάτι που αντιστρατεύεται την δημοκρατία. Όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα, άρα πρέπει να είναι πολίτες. Δεύτερον, γιατί η παραμονή εποίκων χωρίς κυπριακή ιθαγένεια και χωρίς αποκήρυξη της τουρκικής ιθαγένειας, δημιουργεί πληθυσμό στην Κύπρο Τούρκων υπηκόων, πράγμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την Τουρκία εναντίων μας. Ως εκ τούτου, θέση μας είναι ότι:

  • Σε κανένα έποικο δεν δίνεται μόνιμη άδεια παραμονής στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς την απόκτηση ή την προοπτική απόκτησης από αυτόν της κυπριακής ιθαγένειας».

Συνοψίζοντας: Η παραμονή των εποίκων στο νησί, εξουδετερώνει την δυνατότητα ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού. Καθιστά τους Κύπριους υποτελείς στην Τουρκία και εδραιώνει την κυριαρχία της στο νησί, συνεχίζοντας την πολιτική που χάραξε πριν 60 χρόνια ο Νιχάτ Ερίμ. Καθιστά αδύνατη την διεκδίκηση της δημοκρατίας από τους Κύπριους, της ικανότητας να καθορίζουν οι ίδιοι τη ζωή και το μέλλον τους. Ο εποικισμός είναι ένα έγκλημα που πρέπει να παύσει να υφίσταται. Δεχόμενοι τον εποικισμό, δεχόμαστε αυτόματα τον ιμπεριαλισμό και την υποτέλεια.

Από την άλλη, όσοι έποικοι τελικά μείνουν, θα πρέπει να τους υποδεχτούμε ως ισότιμους συμπατριώτες μας, μια και θα είναι πλέον Κύπριοι. Οποιαδήποτε ρατσιστική συμπεριφορά εναντίων τους πρέπει να αντιμετωπίζεται με αυστηρότητα. Όλα τα δικαιώματά τους πρέπει να είναι εξασφαλισμένα και σεβαστά. Επιδίωξή μας θα πρέπει να είναι η ενότητα και η συνειδητοποίηση του συλλογικού συμφέροντος, ανεξαρτήτως από τις ιδιαιτερότητες και την διαφορετικότητα του καθενός μας.

Γι' αυτό τον λόγο, πρέπει να μείνουν μόνον όποιοι και όσοι μπορούν να ενταχθούν στην κυπριακή κοινωνία και να αποκτήσουν συνείδηση του κοινού μας συμφέροντος ως Κύπριοι. Όποιοι και όσοι μπορούν να γίνουν μέρος του συνόλου, χωρίς να απειλείται η ασφάλεια όλων μας και χωρίς να δικαιολογούνται οποιεσδήποτε αξιώσεις της Τουρκίας πάνω στην Κύπρο.

Οι θέσεις μας είναι συνεχώς κάτω από μελέτη, υπό ανάπτυξη, μέσα από την πολιτική ζύμωση. Ο καθένας είναι ευπρόσδεκτος να φέρει τις εισηγήσεις του, τις διαφωνίες του, την κριτική του. Εξάλλου, ο τελικός στόχος πρέπει να είναι η ανάπτυξη ενός σχεδίου λύσης από τη βάση του κυπριακού λαού. Εμείς ως ΚΙΝΑΜΕ, προσφέρουμε τις σκέψεις και τις ιδέες μας σε αυτόν τον διάλογο.


Άρθρο 1.9 των αναλυτικών θέσεων του ΚΙΝΑΜΕ: Έποικοι

  1. Στα πλαίσια του παρόντος άρθρου, με την λέξη «νόμος» νοείται « Ο Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμος του 2002 (141(I)/2002)»
  2. Στα πλαίσια του παρόντος άρθρου και των καταστατικών μας θέσεων, έποικος είναι: α) Κάθε αλλοδαπός που εγκαταστάθηκε και ζει μόνιμα στο κατεχόμενο από την Τουρκία τμήμα του νησιού, χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη άδεια από την Κυπριακή Δημοκρατία. β) Έποικος είναι επίσης κάθε πρόσωπο, του οποίου οποιοσδήποτε από τους γονείς του είναι έποικος, άλλα κανένας από τους γονείς του δεν είναι Κύπριος πολίτης, ανεξαρτήτως του αν ο ίδιος έχει γεννηθεί στην Κύπρο ή αλλού, εφόσον αυτός παραμένει εγκατεστημένος στο κατεχόμενο έδαφος της Κυπριακής δημοκρατίας.
  3. Ο εποικισμός των κατεχομένων από την Τουρκία εδαφών έγινε με σκοπό να νομιμοποιήσει εκ των πραγμάτων τις αξιώσεις της στην Κύπρο, να δικαιολογήσει τον σφετερισμό των περιουσιών των Κυπρίων και την διατήρηση υπό τον έλεγχό της των κατεχομένων εδαφών και να προκαλέσει δημογραφική αλλοίωση, ώστε, μέσω του πληθυσμού αυτού, να έχει λόγο στις αποφάσεις του κυπριακού λαού. Ο εποικισμός είναι παράνομος σύμφωνα με το άρθρο 49 της Συνθήκης της Γενεύης και αποτελεί έγκλημα πολέμου, σύμφωνα με το πρωτόκολλο 1 της ίδιας Συνθήκης. Οι έποικοι δεν αποτελούν μέρος του Κυπριακού λαού, ούτε έχουν οποιαδήποτε δικαιώματα λόγω της χρήσης των περιουσιών αυτών μετά την Τουρκική εισβολή. Ωστόσο, η διατύπωση αυτή δεν νοείται έτσι που να περιορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο, το δικαίωμα του κυπριακού λαού να αποφασίσει, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες και στα πλαίσια που ορίζει το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο, να δώσει την κυπριακή ιθαγένεια σε όποιον θέλει και όποτε κρίνει θεμιτό. Κατά την γνώμη μας ως ΚΙΝΑΜΕ, αυτό πρέπει να γίνεται κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες περιγράφονται στις ακόλουθες παραγράφους.
  4. Ο εποικισμός των κατεχομένων από την Η απόκτηση κυπριακής ιθαγένειας από οποιονδήποτε έποικο, γίνεται μόνο δυνάμει πολιτογραφήσεως.
  5. Αποκλείεται η παραχώρηση ιθαγένειας ή η παραμονή στην Κύπρο εποίκων, οι οποίοι:
    1. Είναι μόνιμοι στρατιωτικοί, εν υπηρεσία ή εν αποστρατεία.
    2. Συνείσφεραν με οποιοδήποτε στην τρόπο στην τουρκική εισβολή ή συνεισφέρουν συνειδητά στην διατήρηση της κατοχής.
    3. Είναι εθνικιστές, γκρίζοι λύκοι, ή με οποιονδήποτε τρόπο αποδεδειγμένα θέτουν τα συμφέροντα της Τουρκίας πάνω από την Κυπριακή Δημοκρατία.
  6. Για την επιλογή των εποίκων που πρόκειται να πολιτογραφηθούν, να δοθεί προτεραιότητα σε πρόσωπα που με τις πράξεις και τις ιδέες τους έχουν τεκμηριωμένα τεθεί ενάντια στην κατοχή και υπέρ της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
  7. Δεδομένου ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων (5) και (6), για την επιλογή των εποίκων που πρόκειται να πολιτογραφηθούν, να ληφθεί υπόψιν το κατά πόσον εμπίπτουν στις ακόλουθες κατηγορίες:
    1. Πρόσωπα που έχουν συνάψει γάμο με Κύπριο ή Κύπρια.
    2. Πρόσωπα που γεννήθηκαν στην Κύπρο, ή ήρθαν στην Κύπρο ως ανήλικοι και ως εκ τούτου δεν φέρουν προσωπικά ευθύνη για τον εποικισμό του νησιού.
    3. Πρόσωπα ή οικογένειες για τις οποίες συντρέχουν ιδιαίτεροι ανθρωπιστικοί λόγοι.
  8. Ο νόμος απαιτεί από ένα πρόσωπο που πρόκειται να πολιτογραφηθεί ως Κύπριος, να δηλώσει πίστη στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η διάταξη αυτή είναι ανεπαρκής. Προϋπόθεση για την πολιτογράφηση οποιουδήποτε αλλοδαπού, θα πρέπει να είναι η υπογραφή δεσμευτικού εγγράφου, σύμφωνα με το οποίο ο ίδιος απορρίπτει οποιανδήποτε αξίωση οποιουδήποτε ξένου κράτους, η οποία περιορίζει την εθνική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, νοούμενης πάντα μέσα στα πλαίσια του διεθνούς δίκαιου. Ιδιαίτερα μάλιστα, απορρίπτει οποιαδήποτε τέτοια αξίωση που γίνεται με αφορμή τον ίδιο, ως άτομο ή ως μέρος συνόλου, με επίκληση οποιασδήποτε αφορμής, συμπεριλαμβανόμενης της εθνοτικής του προέλευσης και της θρησκείας στην οποία ανήκει.
  9. Κατά την πολιτογράφηση οποιουδήποτε έποικου, να εφαρμόζεται η δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 111 του νόμου και να απαιτείται από τον αιτητή, η αποκήρυξη της ιδιότητας του πολίτη οποιασδήποτε άλλης χώρας τυγχάνει να έχει.
  10. Σε κανένα έποικο δεν δίνεται μόνιμη άδεια παραμονής στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς την απόκτηση ή την προοπτική απόκτησης από αυτόν της κυπριακής ιθαγένειας.

Σημειώσεις


  1. Σχετικό απόσπασμα από το άρθρο 49: «Η κατέχουσα Δύναμις δεν θα δύναται να εξορίση ή να μεταφέρη μέρος του ιδικού της άμαχου πληθυσμού εις το κατεχόμενον υπ’ αυτής έδαφος». 
  2. Άρθρο 85, παράγραφος 4: «In addition to the grave breaches defined in the preceding paragraphs and in the Conventions, the following shall be regarded as grave breaches of this Protocol, when committed wilfully and in violation of the Conventions or the Protocol: a) the transfer by the Occupying Power of parts of its own civilian population into the territory it occupies, or the deportation or transfer of all or parts of the population of the occupied territory within or out side this territory, in violation of Article 49 of the Fourth Convention;...» και παράγραφος 5: « Without prejudice to the application of the Conventions and of this Protocol, grave breaches of these instruments shall be regarded as war crimes».  
  3. Οι πέντε πυλώνες όπως είναι διατυπωμένοι, αποτελούν απόσπασμα από περίληψη της διάλεξης με τίτλο: « 55 χρόνια από τις εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ - Η γένεση της Τουρκικής Υψηλής Στρατηγικής στο Κυπριακό μέσα από τα απομνημονεύματα του Νιχάτ Ερίμ «Η Κύπρος απ’ όσα ξέρω και απ’όσα είδα (Bildiğim ve gördüğüm ölçüler içinde Kıbrıs)». Η περίληψη μας δόθηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα, τον διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ), Χρήστο Ιακώβου, τον οποίο ευχαριστούμε.
  4. Οπ.π.
  5. Για τον εποικισμό, τις μετακινήσεις πληθυσμών και τις υπόλοιπες μεθόδους που εφάρμοζε η οθωμανική αυτοκρατορία κατά την επέκτασή της, για την δημιουργία ή εγκατάσταση δικού της πληθυσμού στις υπό κατοχή χώρες, βλέπε το βιβλίο του Κύπριου ιστορικού Κώστα Κύρρη, «Τουρκία και Βαλκάνια», εκδ. Βιβλιοπωλειο της «Εστίας», 1986. 
  6. Αχμέτ Νταβούτογλου, «Το στρατηγικό βάθος – Η διεθνής θέση της Τουρκίας», εκδ. Ποιότητα, μτφ. Νικόλαος Ραπτόπουλος, επιστ. Επιμ. Νεοκλής Σαρρής. 9η εκδ. ISBN 978-960-7803-57-3. Κεφ. 1, σελ. 57.
  7. Ο Νταβούτογλου παραθέτει πράγματι μιαν εξίσωση, την οποία καλεί «η εξίσωση της ισχύος». Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Ιωάννης Μάζης, πρόκειται για ψευδο-μαθηματική εξίσωση, καθώς οι συντελεστές και οι όροι που χρησιμοποιεί έχουν καθαρά ποιοτικό χαρακτήρα, χωρίς να προτείνει οποιονδήποτε τρόπο ποσοτικοποίησής τους (Ιωάννης Θ. Μάζης, «Νταβούτογλου και Γεωπολιτική», εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2013. Έκδ. Β', ISBN 978-960-485-033-4, κεφ. iv σελ. 29). 
  8. Οπ.π., σελ. 48-49.
  9. Οπ.π., σελ. 57.
  10. Νταβούτογλου, κεφ. 5 σελ. 200.
  11. Νταβούτογλου, κεφ. 2 σελ. 103. 
  12. http://content.time.com/time/specials/packages/article/0,28804,2111975_2111976_2112128,00.html
  13. https://www.youtube.com/watch?v=Dc9zKAzuAN8.
  14. Σύμφωνα με το άρθρο 16 της Συνθήκης: «Η Τουρκία δήλοι ότι παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη άτινα κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων, εκτός εκείνων ων η κυριαρχία έχει αναγνωρισθή αυτή δια της παρούσης Συνθήκης, της τύχης των εδαφών και των νήσων τούτων κανονισθείσης ή κανονισθησομένης μεταξύ των ενδιαφερομένων». Συμφωνα με το αρθρο 20: «Η Τουρκία δηλοί ότι αναγνωρίζει την προσάρτησιν της Κύπρου ανακηρυχθείσαν υπό της Βρεττανικής Κυβερνήσεως την 5ην Νοεμβρίου 1914>». Με αυτές τις διατάξεις και σε συνδυασμό με την κατάργηση της τουρκικής ιθαγένειας του τουρκικού πληθυσμού της Κύπρου, βάσει του άρθρου 21, η Τουρκία παραιτήθηκε το 1923 από κάθε διεκδίκηση επί του νησιού.
  15. Την έννοια της δημοκρατίας πραγματεύεται ενδελεχώς ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Γεώργιος Κοντογιώργης, στο βιβλίο του: «Η δημοκρατία ως ελευθερία – δημοκρατία και αντιπροσώπευση», εκδ. Πατάκη, ISBN 978-960-16-2561-4. 
  16. Το άρθρο 2 του νόμου, συγκεκριμένα διευκρινίζει: «“αλλοδαπός” σημαίνει πρόσωπον το οποίον δεν είναι πολίτης της Δημοκρατίας». 
  17. Το άρθρο 111Α προστέθηκε με τον «Περί του Αρχείου Πληθυσμού (Τροποποιητικό) Νόμο του 2013» (άρθρο 17). Ωστόσο, παρόμοια διάταξη υπήρχε ήδη στη νομοθεσία, ως παράγραφος 2(στ) του Τρίτου Πίνακα του βασικού νόμου. Η παράγραφος αυτή διαγράφηκε από το άρθρο 21 του ίδιου τροποποιητικού νόμου. 
  18. «Άρθρο 111 (απόσπασμα): Ο Υπουργός, όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης. Το πρόσωπο αυτό, στο οποίο χορηγείται το πιστοποιητικό πολιτογράφησης, μόλις δώσει επίσημη διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία, στον τύπο που καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, καθίσταται πολίτης της Δημοκρατίας κατόπιν πολιτογράφησης, από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγείται σ' αυτόν το πιο πάνω πιστοποιητικό».