Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Παρουσίαση θέσεων για το Κυπριακό


ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΙΝΗΜΑ ΑΜΕΣΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  (ΚΙΝΑΜΕ ) 

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

 
Σας προσκαλούμε στην παρουσίαση των θέσεων μας στο Κυπριακό.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ – ΜΟΝΙΜΗ ΕΙΡΗΝΗ

 
Τετάρτη 25 Απριλίου 2018, στην Ενόραση : Λεωφόρος Μακαρίου 52Α, κτήριο Finbarr's.
Θα ακολουθήσει ανοικτή συζήτηση,

Ώρα προσέλευσης 7:30μμ.    Ώρα έναρξης 7:45μμ. Οι ώρες θα τηρηθούν αυστηρά.

Οι θέσεις μας για το κυπριακό συνοπτικά

1. Εισαγωγή
 
Το κυπριακό πρόβλημα είναι ένα από τα μείζονα ζητήματα που απασχολούν τη χώρα μας και εμείς ως «Πρωτοβουλία για ένα Κίνημα Αμεσοδημοκρατίας» (ΚΙΝΑΜΕ) θεωρούμε τη σωστή επίλυσή του και την επανένωση ως έναν από τους κύριους μας στόχους και βασικό πυλώνα της ανάλυσής μας.

Οι ρίζες του Κυπριακού προβλήματος είναι σύνθετες και φτάνουν αρκετούς αιώνες πίσω. Συνοπτικά, μετά από τρεις αιώνες Οθωμανικής κυριαρχίας η Κύπρος πέρασε στα χέρια των Βρετανών το 1878. Το αίτημα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού για ένωση με την Ελλάδα σκόνταψε στους αντίθετους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της Βρετανίας. Οι Ελληνοκύπριοι (Ε/Κ) δεν έκαναν αρκετά για να συμπορευτούν με τους Τουρκοκύπριους (Τ/Κ) και να αφουγκραστούν τις επιφυλάξεις τους. Αν και με τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) η Τουρκία παραιτήθηκε από αξιώσεις για την Κύπρο, λόγω της επιρροής των παντουρκιστών στην Κύπρο και αργότερα της άμεσης εμπλοκής της Τουρκίας μετά από παρακίνηση των Βρετανών, σπάρθηκε η διχόνοια στο νησί και άρχισε η καλλιέργεια των εθνικισμών.

Τη δεκαετία του ’50 και με τον αγώνα της ΕΟΚΑ, οι διαφορές των Ε/Κ και Τ/Κ ήταν οξυμένες και μαζί με εξωτερικές πιέσεις η Κύπρος πήγε τελικά σε ανεξαρτησία με το δοτό Σύνταγμα του 1960 (Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου). Το Σύνταγμα ήταν διχαστικό και δυσλειτουργικό και οδηγήθηκε στην κατάρρευση, την αποχώρηση των Τ/Κ από την κυβέρνηση και τις βίαιες ταραχές της δεκαετίας του ’60. Μετά το πραξικόπημα στην Κύπρο το 1974 (που υποκίνησε υπό την επιρροή ξένων κέντρων η χούντα στην Ελλάδα), η Τουρκία βρήκε το πρόσχημα να εισβάλει και από τότε το 37% της Κύπρου είναι υπό παράνομη Τουρκική κατοχή. Ακολούθησε μαζικός εποικισμός από την Τουρκία και δημογραφική αλλοίωση του πληθυσμού. Οι Τ/Κ ζουν πλήρως εξαρτημένοι πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά στο λεγόμενο κράτος που ανακηρύχθηκε το 1983 στις κατεχόμενες περιοχές και το οποίο αναγνωρίζει μόνο η Τουρκία. Οι Ε/Κ ζουν υπό τον φόβο της Τουρκίας, η Κύπρος διαρκώς εμποδίζεται και παρενοχλείται στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της και διαρκώς υφίσταται Τουρκικές απειλές και προκλήσεις. Από το 1977 και έπειτα, διεξάχθηκαν αρκετοί κύκλοι συνομιλιών οι οποίοι δεν κατέληξαν σε υπογραφή λύσης μέχρι σήμερα. Tο 2004 απορρίφθηκε σε δημοψήφισμα από το 76% των Ε/Κ το σχέδιο Ανάν, που ήταν μια λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με περισσότερα διχαστικά στοιχεία ακόμα και από το Σύνταγμα του 1960.
 
2. Λαός και Κοινότητες
 
Το κριτήριο για τη μορφή της όποιας λύσης θα πρέπει να είναι το συμφέρον του κυπριακού λαού και μόνο ο λαός μας δικαιούται να πάρει αποφάσεις για τη λύση αυτή. Αντιλαμβανόμαστε τον όρο «κυπριακός λαός» ως εξής: ο κυπριακός λαός, ως πολιτική οντότητα, είναι ένας και αδιαίρετος. Υπάρχει μόνο μια ιθαγένεια, η κυπριακή. Οι Κύπριοι είναι ίσοι μεταξύ τους, σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής: στο ιδιωτικό, στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο. Όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις έναντι του νόμου. Κανένας πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν κατέχει οποιαδήποτε προνόμια, ούτε τυγχάνει ιδιαίτερης μεταχείρισης από την πολιτεία, λόγω της εθνοτικής του ταυτότητας, της θρησκείας ή της γλώσσας του.

Ως κοινότητες αναγνωρίζονται η ελληνική, η τουρκική, η μαρωνίτικη, η αρμένικη και η κοινότητα των Λατίνων. Οι κοινότητες των Μαρωνιτών, των Αρμενίων και των Λατίνων, υπάγονται στην ελληνική κοινότητα. Οι κοινότητες είναι εκείνες που προσδιορίζονται από το Σύνταγμα του 1960 και τη Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων ανάμεσα στις κοινότητες των Μαρωνιτών, των Αρμενίων και των Λατίνων, που οδήγησαν στην υπαγωγή τους στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Όλα τα δικαιώματα που αφορούν την αλλαγή κοινότητας ενός οποιουδήποτε πολίτη, καθώς και την αλλαγή της υπαγωγής μιας από τις τρεις προαναφερθείς κοινότητες, μέσω εσωτερικών δημοψηφισμάτων, από την ελληνική στην τουρκική κοινότητα, ή αντίστροφα, διατηρούνται. Διευκρινίζεται ότι, οι κοινότητες δεν αποτελούν σε καμιά περίπτωση ξεχωριστούς λαούς, αλλά συνιστώσες του αδιαίρετου κυπριακού λαού. Κανένα άλλο κράτος, πέραν της ΚΔ, δεν μπορεί να έχει λόγο πάνω στα εσωτερικά ζητήματα του κυπριακού λαού.
 
3. Απόρριψη της Ομοσπονδίας και επιλογή λύσης ενιαίου κράτους
 
Η Ομοσπονδία είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται συνομιλίες για λύση του κυπριακού μετά την Τουρκική εισβολή του 1974 και κατοχή του βορείου τμήματος του νησιού. Πρόκειται για το πλαίσιο που απαίτησε η ίδια η Τουρκία και που οι Ε/Κ ηγεσίες το δέχθηκαν υπό τις περιστάσεις, χωρίς να δώσουν τη δυνατότητα στο λαό (Ε/Κ και Τ/Κ) να εκφράσει άποψη. Σαν μορφή καθεστώτος για την Κύπρο, η ομοσπονδία είχε ήδη εμφανιστεί σε αγγλικά σχέδια της δεκαετίας του ’50. Τουλάχιστον από το 1956, μετά τις εκθέσεις του Νιχάτ Ερίμ, η Τουρκία τη θεωρούσε συμβατή με τα συμφέροντα και τους σχεδιασμούς της. Οι εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ[1] αποτέλεσαν τη βάση χάραξης της πάγιας γεωστρατηγικής της Τουρκίας για την Κύπρο και την Α. Μεσόγειο. Οι βασικές κατευθύνσεις της ακολουθούνται από όλες τις τουρκικές κυβερνήσεις έκτοτε. Η κυριότερη από αυτές είναι ότι η Τουρκία πρέπει να είναι ο μόνος ρυθμιστής θεμάτων ασφάλειας στην περιοχή. Δηλαδή, η Τουρκία προσδοκά στον έλεγχο ολόκληρης της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, τουλάχιστο σε επίπεδο γεωπολιτικής επιρροής. Εξυπακούεται πως η Κύπρος θα είναι στην καλύτερη περίπτωση ένα προτεκτοράτο αν δεν ελέγχεται πλήρως. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, στερεί από τους Κύπριους το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, εξουδετερώνει κάθε δυνατότητα άσκησης εξωτερικής πολιτικής και τελικά επιτρέπει στην Τουρκία να επεμβαίνει στα εσωτερικά του κράτους. Απειλεί την ίδια την επιβίωση των Κυπρίων και ιδιαίτερα των Ε/Κ, ενώ διαιωνίζεται η εξάρτηση και η καταπίεση των Τ/Κ από την Τουρκία (που επί Ερντογάν όλο και αυξάνεται).
 
Αν και υποδύεται τον προστάτη, η Τουρκία καθόλου δεν νοιάζεται για την ευημερία των Τ/Κ. Αυτό αποδεικνύεται από την πολιτική καταπίεση, τη φίμωση του τύπου, την προσπάθεια αλλοίωσης της κουλτούρας και θρησκευτικού ελέγχου τους. Το πόσο κυνικά η Τουρκία βλέπει ως απλό εργαλείο γεωπολιτικής τις «τουρκικές μειονότητες» σε άλλα κράτη, φαίνεται σε βιβλίο όπου καταγράφονται οι γεωπολιτικές βλέψεις της Τουρκίας, του καθηγητή πολιτικών επιστημών Αχμέτ Νταβούτογλου[2], μετέπειτα υπουργού εξωτερικών και πρωθυπουργού της Τουρκίας επί Ερντογάν. Η στενή γειτνίαση της Κύπρου με την Τουρκία, η απουσία επαρκούς κυπριακού στρατού μετά τη λύση και η επιρροή των εποίκων εξασφαλίζουν πως με την ομοσπονδία το θέμα της ασφάλειας ολόκληρης της χώρας και της γύρω περιοχής, παραδίδεται πλήρως στην Τουρκία όπως αυτή διακαώς επιδιώκει.
 
Πέραν από τον τομέα της ασφάλειας, η Ομοσπονδία επιτρέπει την επέκταση της τουρκικής επιρροής και στα εσωτερικά ολόκληρης της Κύπρου και λόγω της δομής που θα έχει το κράτος. Η Τ/Κ κοινότητα, τουλάχιστο από το 1974 και μετά, ελέγχεται πλήρως από την Τουρκία. Οποιαδήποτε λύση συντηρεί το διαχωρισμό που σχεδίασε από το 1956 ο Νιχάτ Ερίμ, διατηρεί αυτό τον έλεγχο της Τουρκίας πάνω στους Τ/Κ. Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού στα κατεχόμενα είναι έποικοι ή Τούρκοι πολίτες με άδεια παραμονής και σχεδόν όλοι θα παραμείνουν σε λύση Ομοσπονδίας. Ακόμα, οι 60+ διμερείς συμφωνίες ψευδοκράτους-Τουρκίας θα ενσωματωθούν στη λύση, και τα Τουρκικά συμφέροντα θα αλωνίζουν (μάλιστα η Τουρκία απαιτεί και τις τέσσερεις ελευθερίες της Ε.Ε.[3] για τους πολίτες της). Οι Ε/Κ θα υποτάσσονται στην τουρκική επιρροή κάνοντας διαρκώς παραχωρήσεις υπό την απειλή της παράλυσης του κράτους. Ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις, οι προτεινόμενες δομές (νομοθεσία, δικαστικό σύστημα, εκτελεστική εξουσία, οικονομία, διεθνείς σχέσεις) κάνουν το κράτος βαθιά δυσλειτουργικό. To ΚΙΝΑΜΕ δεν αποδέχεται σε καμία περίπτωση λύση που επιτρέπει την τουρκική επιρροή επί της Κύπρου.
 
Η λεγόμενη «πολιτική ισότητα» ανάμεσα στις δύο κοινότητες, αντιστοιχεί σε ανισότητα ανάμεσα στους πολίτες. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι η Τ/Κ κοινότητα περιλαμβάνει το 20% των πολιτών, ενώ η Ε/Κ το 80%. Αν οι δύο κοινότητες έχουν συνολικά ισοδύναμη ψήφο, αυτό σημαίνει ότι η ψήφος ενός Τ/Κ ισοδυναμεί με τις ψήφους τεσσάρων Ε/Κ. Ο λόγος που δίνεται είναι η αποτροπή παραγκωνισμού των Τ/Κ από τις πολιτικές διαδικασίες και της δυσμενούς μεταχείρισης τους. Η αποδοχή αυτής της ανισότητας όμως (όπως και των βέτο, εκ περιτροπής προεδρίας, ευνοϊκών ποσοστώσεων κ.λπ.), για όλα τα ζητήματα υποσκάπτει τη δημοκρατία και δημιουργεί προνομιούχους πολίτες. Τέτοια προνόμια δημιουργούν το αίσθημα αδικίας και καχυποψίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες, διαρρηγνύοντας την ενότητα του λαού.
 
Η ομοσπονδία είναι ένας ρατσιστικός διαχωρισμός της κυπριακής κοινωνίας, βάση της εθνοτικής προέλευσης των πολιτών που θα φέρει τη μισαλλοδοξία και την άνοδο των εθνικισμών. Δημιουργεί δύο ξεχωριστούς λαούς, με διαφορετικές νομικές προσωπικότητες, που είναι έτοιμοι να διαχωριστούν μεταξύ τους, μόλις οποιοιδήποτε εσωτερικοί ή εξωτερικοί παράγοντες σαμποτάρουν τη λειτουργία του κράτους. Μια κατάρρευση, που θεωρούμε αρκετά πιθανή, θα οδηγήσει σε διχοτόμηση ή/και βίαιες ταραχές.
 
Πέραν από τα πιο πάνω, θεωρούμε λανθασμένο το επιχείρημα, πως πολλές άλλες χώρες είναι ομοσπονδιακές. Η πλειοψηφία των κατοίκων ομοσπονδιών, ζουν σε χώρες τεράστιες σε έκταση και πληθυσμό όπως οι ΗΠΑ, Ρωσία, Ινδία και Γερμανία. Τα ομόσπονδα κρατίδια είναι διοικητικές περιφέρειες με περιορισμένη αυτονομία, χωρίς ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, και χωρίς πολιτικές ανισότητες βάσει της εθνοτικής προέλευσης. Η μικρή Κύπρος δεν χρειάζεται τέτοιο σύστημα. Οι ομοσπονδίες σε μικρότερες χώρες συνήθως επιβάλλονται μετά από Ιμπεριαλιστικούς πολέμους, όπως στη Βοσνία και στο Ιράκ, και καταλήγουν σε δυσλειτουργικά προτεκτοράτα με τη μόνιμη απειλή κατάρρευσης ή/και βίαιων ταραχών.
 
Η δική μας θέση είναι πως πρέπει ενωμένος ο λαός, Ε/Κ και Τ/Κ να επιδιώξει μια λύση ενιαίου κράτους. Η λύση αυτή, δεν πρέπει να διαχωρίζει εδαφικά τον κυπριακό λαό. Αυτό επιτρέπει την επιστροφή όλων των προσφύγων και από τις δύο κοινότητες. Οδηγεί σε έναν ανάμικτο πληθυσμό, πράγμα απαραίτητο για να αποκατασταθούν οι σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες των δύο κοινοτήτων. Δεν διαιωνίζει το αίσθημα αδικίας που νιώθουν όσοι εκτοπίστηκαν με τη βία από τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Ούτε συντηρεί την καχυποψία μεταξύ των δύο πλευρών, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ομοσπονδίας. Η λύση που προτείνουμε δεν προωθεί τον εθνικισμό, ούτε τις αποσχιστικές τάσεις. Με την επιλεκτική απόδοση αρμοδιοτήτων στις κοινοτικές συνελεύσεις του κράτους, η ανισότητα – που δημιουργείται από τις αποφάσεις σε κοινοτικό επίπεδο – περιορίζεται σε λίγα ειδικά ζητήματα, που από τη φύση τους την δικαιολογούν και την χρειάζονται (βλέπε 4.2.). Χωρίς τις διχαστικές πρόνοιες του Συντάγματος του 1960, που σχεδιάστηκαν για να το κάνουν να αποτύχει, η λειτουργία του κράτους δε θα σαμποτάρεται στο κάθε της βήμα. Ούτε θα παρακωλύεται από μια περίπλοκη γραφειοκρατική διαδικασία, η οποία θα δημιουργεί παντού τριβές και συγκρούσεις, όπως θα γίνεται με την Ομοσπονδία. Θα οδηγήσει σε ένα λειτουργικό κράτος, χωρίς καταπίεση της οποιασδήποτε πλευράς, με δικλείδες και ρυθμίσεις που επαρκώς απαντούν στις ανησυχίες και εγγυώνται την ασφάλεια και των δύο κοινοτήτων.
 
Κυκλοφορεί ευρέως η άποψη ότι η ομοσπονδία είναι η μόνη εφικτή λύση, γιατί καμιά άλλη λύση δεν πρόκειται να γίνει αποδεχτή από την Τουρκία. Το σκεπτικό αυτό είναι λανθασμένο. Λύση που επιτρέπει στην Τουρκία να πραγματώσει τις προσδοκίες της, εμείς δεν πρέπει να δεχτούμε, αφού θεωρούμε αδύνατο ταυτόχρονα να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της τουρκικής άρχουσας τάξης και τα συμφέροντα του κυπριακού λαού. Είναι λάθος να θεωρείται η όποια λύση (που άπαξ και υπογραφεί είναι μη αναστρέψιμη), αυτόματα καλύτερη από το στάτους κβο. Η λύση του ενιαίου κράτους απαιτεί την κάμψη της Τουρκίας από μακροπρόθεσμο παλλαϊκό κοινό αγώνα Ε/Κ και Τ/Κ με διεθνείς συμμαχίες και στρατηγικό σχεδιασμό. Δεν δεσμευόμαστε για ομοσπονδία από κάποια συνθήκη (οι «συμφωνίες» Μακαρίου-Ντεκτάς (1977) είναι καταγραφή θέσεων). Κάποιοι ταυτίζουν το ενιαίο κράτος με τον εθνικισμό επειδή δεν προτάθηκε στους Τ/Κ από ένα κίνημα επαναπροσεγγιστικό και με περιεχόμενο που να διασφαλίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους. Επίσης η διεθνής μας πολιτική είναι βασισμένη στη μοιρολατρία και το δόγμα «ανήκωμεν εις την Δύση» που μας κρατούν δέσμιους στην εξωτερική πολιτική της Ε.Ε. και μέσω της συνθήκης PESCO και του ΝΑΤΟ. Αυτό περιορίζει δραματικά τις διεθνείς συνεργασίες που μπορούμε να επιδιώξουμε και μας καθιστά γεωπολιτικούς εχθρούς με χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν.
 
Πιστεύουμε ότι ο ελεύθερος και επανενωμένος κυπριακός λαός, πρέπει να ασκήσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσής του, μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες μιας συντακτικής εθνοσυνέλευσης, η οποία θα ορίσει ένα νέο σύνταγμα. Το νέο σύνταγμα θα αποτελέσει τη βάση λύσης του κυπριακού, το οποίο αφορά μόνον τον κυπριακό λαό και κανέναν άλλο.
 
Περισσότερα για τη διαδικασία λύσης λέμε στην 4.1., ενώ στις παραγράφους 4.2.-4.7. παρουσιάζουμε τις θέσεις και απόψεις μας για σημαντικές πτυχές του ενιαίου κράτους.
 
4.1. H εξασφάλιση της τήρησης του Συντάγματος και της συμφωνημένης λύσης
 
Η λύση του κυπριακού, περιλαμβάνει κατ' ανάγκην μια διεθνή Συνθήκη και ένα νέο Σύνταγμα. Σε αντίθεση με εκείνο του 1960, που επιβλήθηκε στον κυπριακό λαό από ξένα κράτη, οι Κύπριοι πρέπει αυτήν την φορά να δημιουργήσουν το δικό τους Σύνταγμα. Για να εκφράζεται σ' αυτό η θέληση του λαού, πρέπει να είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς κοινωνικού διαλόγου, να συνταχτεί από μια Συντακτική Εθνοσυνέλευση με ευρεία εκπροσώπηση από όλα τα στρώματα της κοινωνίας, και να επικυρωθεί με δημοψήφισμα. Από την άλλη, το κυπριακό δεν μπορεί να λυθεί μόνο από τους Ελληνοκυπρίους ή μόνο από τους Τουρκοκυπρίους. Η υφιστάμενη διαίρεση μπορεί να αρθεί, μόνο εφόσον οι δύο πλευρές συμφωνήσουν. Αυτό σημαίνει ότι η λύση και το νέο Σύνταγμα θα πρέπει να εγκριθεί και από τις δύο κοινότητες, σε χωριστά δημοψηφίσματα.
 
Αμέσως όμως τίθεται το ερώτημα, πως εξασφαλίζονται οι Τ/Κ, όντας μειοψηφία, από μια μεταγενέστερη, συνολική αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία θα αναιρέσει τη συμφωνηθείσα λύση. Οι Τ/Κ δεν εξασφαλίζονται από ένα σκληρό Σύνταγμα, που απαγορεύει τη συνολική του αναθεώρηση. Συχνά οι ισορροπίες δυνάμεων, η εξέλιξη των κοινωνιών και οι νέες αναγκαιότητες που δημιουργεί η ιστορία, καθιστούν την αναθεώρηση, εκ των πραγμάτων αναπόφευκτη. Γι' αυτό, εμείς προτείνουμε το Σύνταγμα να προβλέπει και να καθορίζει τη διαδικασία συνολικής του αναθεώρησης. Η διαδικασία θα περιλαμβάνει, ευρύ κοινωνικό διάλογο, Συντακτική Εθνοσυνέλευση και χωριστά δημοψηφίσματα. Φόβοι που εκφράζονται από τους Τ/Κ, όπως η πιθανότητα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, ή οποιαδήποτε δυνατότητα της ελληνικής πλειοψηφίας να τους καταπιέσει, μπορούν να καθησυχαστούν, εντάσσοντας τις κατάλληλες πρόνοιες μέσα στα θεμελιώδη άρθρα.
 
Η συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών θα γίνει μέσω της υπογραφής μιας διεθνούς Συνθήκης, η οποία μάλιστα θα περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις αναθεώρησης του Συντάγματος, ούτως ώστε οποιαδήποτε μονομερής αναθεώρηση να καθίσταται άκυρη και παράνομη.
 
4.2. Κοινοτικές Συνελεύσεις περιορισμένης μορφής (αποφάσεις στο κοινοτικό επίπεδο)
 
Η διαίρεση που επέβαλαν στον κυπριακό λαό τα ξένα συμφέροντα και οι ντόπιοι, εκούσιοι ή ακούσιοι, υπηρέτες τους, μαζί με την προπαγάνδα, έχουν καλλιεργήσει ένα κλίμα καχυποψίας ανάμεσα στις δυο κοινότητες. Αυτό δεν είναι συνετό να το αγνοήσει κανείς. Έχουμε ήδη αναφερθεί στην ανάγκη λήψης μέτρων.
 
Παρόλο που τασσόμαστε ενάντια στην πολιτική ισότητα μεταξύ των δυο κοινοτήτων, ως θεμελιώδη αρχή, υπάρχουν εντούτοις ορισμένοι τομείς όπου πράγματι χρειάζεται. Ακόμα, χρειάζεται για ορισμένα ζητήματα που αφορούν την κάθε κοινότητα ξεχωριστά, να λαμβάνονται ξεχωριστές αποφάσεις. Για να μπορεί αυτό να επιτελείται, απαιτείται η θεσμοθέτηση των κατάλληλων οργάνων. Τα όργανα αυτά είναι οι Κοινοτικές Συνελεύσεις.
 
Οι αποφάσεις σε κοινοτικό επίπεδο θα περιορίζονται αυστηρά σε συγκεκριμένα θέματα που από τη φύση τους αυτό δικαιολογείται. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με δημοκρατικές διαδικασίες. Οι αντιπρόσωποι των κοινοτήτων είναι ανακλητοί. Για τα σημαντικά θέματα, διεξάγονται κοινοτικά δημοψηφίσματα.
 
Οι πολίτες που ανήκουν σε κάθε κοινότητα, αποφασίζουν ξεχωριστά για ζητήματα που αφορούν αποκλειστικά τη δική τους κοινότητα, όπως για παράδειγμα, ζητήματα γλώσσας, θρησκείας και κουλτούρας, καθώς και για ζητήματα εθνικών εορτών και εκδηλώσεων.
 
4.3. Σχολεία και εκπαίδευση
 
Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να διαμορφώνει άτομα που να μπορούν να είναι ενεργοί και ενημερωμένοι πολίτες και να τους παρέχει κατάρτιση για τη συμμετοχή τους στην οικονομία. Επιπλέον όμως διαμορφώνει συνειδήσεις, νοοτροπίες και κοινωνικές σχέσεις, άρα ο ρόλος του είναι κομβικός για μια αρμονικά επανενωμένη Κύπρο και χρήζει προσεκτικού σχεδιασμού.
 
Τα σχολεία, όπου είναι δυνατόν, είναι μικτά και δίγλωσσα. Κάθε μαθητής διδάσκεται στη μητρική γλώσσα της κοινότητας στην οποία ανήκει. Κάθε μαθητής διδάσκεται ως δεύτερη γλώσσα, τη γλώσσα της άλλης κοινότητας. Αυτό είναι απαραίτητο, γιατί χωρίς να μιλάμε ο ένας τη γλώσσα του άλλου, δεν υπάρχει ουσιαστική επικοινωνία, και χωρίς επικοινωνία δεν υπάρχει επανένωση. Τα μαθήματα κοινού κορμού έχουν κοινή ύλη, η οποία αποδίδεται και στις δύο γλώσσες. Αυτό είναι σημαντικό για να υπάρχει κοινή παιδεία. Μαθήματα που αφορούν την ίδια τη γλώσσα, αναγκαστικά είναι ξεχωριστά.
 
Ιδιαίτερη αντιμετώπιση χρειάζεται η ιστορία, η οποία απαραιτήτως είναι μάθημα κοινού κορμού. Πριν να διδαχτεί, η ιστορία πρέπει να εξεταστεί προσεχτικά. Το κράτος επιχορηγεί την έρευνα από καταξιωμένους Κύπριους ιστορικούς. Η ιστορία γράφεται βάσει ιστορικών τεκμηρίων και αποδείξεων, και όχι με βάση πολιτικές ή εθνικιστικές σκοπιμότητες. Ωστόσο, η έγκριση της επίσημης ιστορίας, όπως αυτή διδάσκεται μέσα από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων, γίνεται κατόπιν ξεχωριστής απόφασης ανάμεσα στους ειδικούς που προέρχονται και από τις δύο κοινότητες. Οι ιστορικοί εντέλλονται με την αποστολή να φανερώσουν γυμνή την ιστορική αλήθεια. Όλες οι παρεκτροπές, οι ακρότητες και οι συνωμοσίες του παρελθόντος, πρέπει να βγουν στην επιφάνεια. Μόνο μέσα από τη διαφάνεια και τη γνώση, μπορεί ο κυπριακός λαός να αφήσει πίσω του όλα τα λάθη του παρελθόντος. Χρειάζεται να τα ξέρει, για να μην τα επαναλάβει.
 
Τα θρησκευτικά δεν αποτελούν μάθημα κοινού κορμού. Δεν μπορούν να είναι υποχρεωτικά, επειδή είναι απαράδεχτο έστω και ένα παιδί να υφίσταται θρησκευτική κατήχηση διαφορετικής θρησκείας από τη δική του. Ανάμεσα στις δύο κοινότητες υπάρχουν πολίτες διαφορετικού θρησκεύματος, άθεοι και πρόσωπα που δεν ανήκουν σε οργανωμένη θρησκεία. Η διδασκαλία των θρησκευτικών πρέπει να γίνεται κατόπιν επιλογής των παιδιών και των γονιών τους, στη θρησκεία που οι ίδιοι επιλέγουν.
 
Οι μαθητές και των δύο κοινοτήτων, βρίσκονται στους ίδιους χώρους τα διαλείμματα, συμμετέχουν σε κοινές εκδρομές και κοινές σχολικές δραστηριότητες.
 
4.4. Το θέμα της επιρροής / επεμβατικότητας της Τουρκίας
 
Μια αποδεκτή λύση πρέπει να αποτρέπει την επεμβατικότητα και γεωπολιτική επιρροή της Τουρκίας στην Κύπρο. Αυτό πρέπει να είναι κόκκινη γραμμή για τον κυπριακό λαό. Ορισμένα μέτρα που εισηγούμαστε είναι τα εξής: α) Η διεθνής συνθήκη που αναφέραμε στο 4.1. αφαιρεί τη νομιμότητα μονομερούς ανατροπής της λύσης, στερώντας έτσι από την Τουρκία τις προφάσεις για να προβάλει αξιώσεις προς όφελος δήθεν των Τ/Κ, β) Αποκλείονται εγγυήσεις από άλλες χώρες ή συμμαχίες, γ) Ύπαρξη κυπριακών ενόπλων δυνάμεων με ουσιαστική δύναμη αποτροπής, δ) Διεθνείς συμμαχίες σε θέματα ασφάλειας που να ενισχύουν τη δύναμη αποτροπής των ενόπλων δυνάμεων, ε) Έλεγχος των εποίκων και αλλοδαπών που με τη λύση θα πολιτογραφηθούν ως Κύπριοι με σκοπό το φιλτράρισμα εκείνων με ουσιαστική συμβολή στην εισβολή και κατοχή, ειδικά ατόμων που σχετίζονται με τον στρατό, μυστικές υπηρεσίες, παραστρατιωτικές οργανώσεις και την πολιτική εξουσία της Τουρκίας, και οποιονδήποτε αποτελεί απειλή για την ασφάλεια της χώρας, και στ) Για πολιτογράφηση εποίκων με τη λύση να απαιτείται από αυτούς τόσο η υπογραφή δεσμευτικού εγγράφου που απορρίπτει τις αξιώσεις άλλων χωρών στην Κύπρο, όσο και η αποκήρυξη της υπηκοότητας τους σε άλλες χώρες.
 
4.5. Οικονομία
 
Το οικονομικό κόστος της λύσης θα είναι μεγάλο και πρέπει να αποφύγουμε την παγίδα να καλυφθεί με νέα δυσβάσταχτα χρέη είτε προς τις αγορές είτε προς οργανισμούς όπως η Ε.Ε. που συνεπάγεται και μνημόνια, η Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ. που προϋποθέτουν νέα μέτρα και δεσμεύσεις. Αυτό – μαζί με το υπάρχον χρέος δημόσιο και ιδιωτικό – θα οδηγούσε σε ξεπούλημα δημοσίων πόρων / υποδομών και υπερ-φορολόγηση των πολιτών, δηλαδή οικονομική καταστροφή. Η χρηματοδότηση δύναται να γίνει από αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες με τρίτα μέρη (χωρίς υπερβολική εξάρτηση από το καθένα) και από την ίδια την ανάπτυξη της οικονομίας. Σε καμία περίπτωση το νέο κράτος δεν πρέπει να αναλάβει τα χρέη τραπεζών και θυγατρικών εταιρειών της Τουρκίας στα κατεχόμενα, ούτε να δεχθεί τη λογική της Τουρκίας να την αποζημιώσουμε για υποδομές που παράνομα ανέπτυξε ή βελτίωσε.
 
Θα χρειαστεί μια μακροπρόθεσμη πολιτική με εκτενή και προσεκτικό σχεδιασμό για μια ομαλή μετάβαση σε μια ενιαία οικονομία στην οποία το βιοτικό επίπεδο του λαού θα διατηρηθεί και θα βελτιωθεί. Τομείς στους οποίους προκύπτουν μείζονα ζητήματα είναι: οι υποδομές, παιδεία, κοινωνική σύγκλιση, εργασιακά, θεσμική και λειτουργική εναρμόνιση κ.ά. Μια τέτοια πολιτική θα πρέπει να καταπιάνεται και με τα άλλα μεγάλα προβλήματα της κυπριακής οικονομίας (δηλ. είναι παρασιτικού τύπου, εύθραυστη, υποτελής σε τρίτους, χωρίς στρατηγική, με μεγάλη διαφθορά και με κοινωνική ανέχεια και ανισότητες). Αναφέρουμε περισσότερα στις Καταστατικές Θέσεις[4] μας, και συν τω χρόνω θα προβούμε σε εκτενέστερη ανάλυση.
 
Το ενιαίο κράτος θα έχει σημαντικές εξοικονομήσεις στο δημόσιο τομέα γλυτώνοντας από τα έξοδα των πολλαπλών διοικήσεων. Επωφελείται από τις οικονομίες κλίμακας και τον καλύτερο σχεδιασμό μιας ενιαίας οικονομίας. Αποφεύγει τη δυσλειτουργικότητα, τα κοινωνικά προβλήματα και εθνοτικές εντάσεις που προκύπτουν από δύο ημι-ανεξάρτητες, ανταγωνιστικές οικονομίες μιας Ομοσπονδίας.
 
4.6. Έποικοι / Περιουσιακό
 
Ο εποικισμός αποτελεί βασικό πυλώνα της στρατηγικής της Τουρκίας για τον έλεγχο της Κύπρου. Είναι έγκλημα πολέμου με βάση το διεθνές δίκαιο. Για να είναι βιώσιμο το κράτος μετά τη λύση (από πλευράς ασφάλειας, λειτουργικότητας, οικονομίας) πρέπει οι έποικοι που θα παραμείνουν να είναι σημαντικά λιγότεροι από τους Τ/Κ, και να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια και διαδικασίες. Για το θέμα των εποίκων έχουμε εκτενείς αναλυτικές θέσεις στον ιστότοπό μας[5].
 
Στο περιουσιακό είμαστε αντίθετοι με το δικαίωμα του χρήστη, αφού το δικαίωμα του ιδιοκτήτη είναι κατοχυρωμένο από το διεθνές δίκαιο και το χάρτη ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Είμαστε αντίθετοι σε περιορισμούς εγκατάστασης, αφού αυτοί απορρέουν από το πνεύμα διαχωρισμού του λαού.
 
4.7. Ασφάλεια / Άμυνα / Εξωτερική Πολιτική
 
Μια ανεξάρτητη χώρα, ειδικά στη γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται η Κύπρος και σε μια εποχή μεγάλων και ραγδαίων γεωπολιτικών αλλαγών και αστάθειας, επιβάλλεται να έχει επαρκείς δυνάμεις Άμυνας και αποτροπής. Οι διεθνείς συμμαχίες πρέπει να είναι βοηθητικές, χωρίς όμως να είμαστε υπό εξάρτηση, και κατηγορηματικά αποκλείονται εγγυήτριες δυνάμεις. Ο Στρατός και οι Δυνάμεις Ασφαλείας πρέπει να έχουν μία και ξεκάθαρη αποστολή: την προστασία της ακεραιότητας και κυριαρχίας της χώρας και του λαού της. Δεν πρέπει να είναι βραχίονας ξένων συμφερόντων, είτε της Δύσης είτε άλλων. Η σύσταση τους, εξοπλισμοί / υποδομές, καθώς και οι συμμαχίες και συνθήκες που θα συμμετέχει η Κύπρος πρέπει να προκύπτουν με γνώμονα αυτή την αποστολή.
 
Όσον αφορά στο αίσθημα ασφάλειας μεταξύ των κοινοτήτων, αυτό εξασφαλίζεται με κοινή συμμετοχή Ε/Κ και Τ/Κ στο στρατό και υπηρεσίες ασφαλείας, με μικτές μονάδες σε όσο πιο χαμηλά κλιμάκια είναι εφικτό. Θα μπορούσαν να υπάρχουν δυνάμεις του ΟΗΕ ως παρατηρητές σε όλο το νησί.
 
Η εξωτερική πολιτική πρέπει να έχει στόχο την ασφάλεια της χώρας και του λαού της και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της μάζας του λαού, πάντα μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και του Διεθνούς Δικαίου. Πρέπει να είναι πολυσχιδής για να αποφεύγεται η εξάρτηση και να έχουμε καλύτερη διαπραγματευτική δύναμη πάντα με κριτήρια τις αξίες που θα πρεσβεύει το νέο Σύνταγμα μας και μέσα στα νομικά πλαίσια του Διεθνούς δικαίου, π.χ. να έχουμε συνεργασία και να δίνουμε διευκολύνσεις σε στρατιωτικές επιχειρήσεις μόνο αν έχουν την έγκριση του ΟΗΕ.
 
5. Προϋποθέσεις για να φτάσουμε στη λύση
 
Το κυπριακό πρόβλημα έχει δύο συνιστώσες: το διχασμό του κυπριακού λαού και την τουρκική κατοχή. Για να αναιρέσουμε το διχασμό, χρειάζεται να γίνουν ζυμώσεις και διεργασίες μέσα στο λαό, που θα μας ενώσουν και θα μας μονιάσουν. Αυτό μπορεί να αρχίσει με τον διάλογο ανάμεσα στις δύο κοινότητες και έπειτα, να συνεχιστεί μέσω του κοινού αγώνα για ελευθερία και δημοκρατία. Η συντροφικότητα στον αγώνα, μαζί με την αίσθηση των κοινών συμφερόντων και της κοινής πατρίδας, θα αποκαταστήσουν σταδιακά την εμπιστοσύνη.
 
Ωστόσο, για να μπορεί να πραγματοποιηθεί ο διάλογος ανάμεσα στις δύο κοινότητες, χρειάζεται να υπάρχουν δημοκρατικές διαδικασίες για να αναδεικνύεται η λαϊκή θέληση. Αυτό περιλαμβάνει και την εκλογή νόμιμων αντιπροσώπων. Στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, λόγω της τουρκικής κατοχής, αυτό δεν συμβαίνει. Η κυπριακή κυβέρνηση δεν συνομιλεί με τους αντιπροσώπους των Τ/Κ, αλλά του παράνομου καθεστώτος και ως εκ τούτου, της Τουρκίας. Οι λεγόμενοι αντιπρόσωποι ψηφίζονται κυρίως από έποικους, που αποτελούν την πλειοψηφία. Η κυπριακή κυβέρνηση οφείλει, πρώτον, να σταματήσει να συνομιλεί με τους εντεταλμένους της Τουρκίας και δεύτερον, να εξασφαλίσει στους Τ/Κ, νόμιμες εκλογές, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν στις ελεύθερες περιοχές, ώστε να αναδείξουν τους πραγματικούς τους αντιπροσώπους. Με αυτούς πρέπει να γίνεται ο διάλογος.
 
Την κατοχή μπορούμε να την ανατρέψουμε, αν, ενωμένοι, στερήσουμε κάθε νομιμοποίηση της Τουρκίας στην περιοχή και συγκροτηθούμε ως κυρίαρχος κυπριακός λαός. Τα τουρκικά στρατεύματα που εδράζονται στην Κύπρο, δεν εξασφαλίζουν πλήρως τον έλεγχο του νησιού από την Τουρκία, χωρίς η Τουρκία να έχει την – έστω και με διαμαρτυρίες – συναίνεση των Τ/Κ.
 
Θα χρειαστούν βέβαια και οι κατάλληλες διεθνείς συμμαχίες. Για να μπορούν όμως να πραγματοποιηθούν, χρειάζεται η Κύπρος να ανακτήσει την εθνική της κυριαρχία. Αυτό προϋποθέτει την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή άλλες δεσμεύσεις που εμποδίζουν την εφαρμογή μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής, η οποία να εξυπηρετεί τα δικά μας συμφέροντα, αντί εκείνα των ξένων δυνάμεων.
 
6. Επίλογος
 
Ο σκοπός μας είναι να δώσουμε ώθηση για την απελευθέρωση του δημόσιου διαλόγου για το Κυπριακό από τα στενά πλαίσια στα οποία τον έχουν εγκλωβίσει οι παρωχημένες αντιλήψεις, τα ντόπια και ξένα συμφέροντα και τα λάθη του παρελθόντος. Το κείμενο αυτό είναι η δική μας συνεισφορά για να γίνει μια αρχή. Θέλουμε να ακούσουμε και άλλες ιδέες, παρατηρήσεις και κριτικές. Παρακινούμε τον κάθε Κύπριο να συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία για εμπλουτισμό της ανάλυσης και της ανάπτυξης των ιδεών, προσδοκώντας τελικά στη δημιουργία ενός πραγματικά παλλαϊκού κινήματος.
 
Αναφορές
[1] Οι απόρρητες εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ. Η γένεση της τουρκικής υψηλής στρατηγικής στο Κυπριακό. Επιμ. Χρ.Ιακώβου (2017)
[2] Αχμέτ Νταβούτογλου, «Το στρατηγικό βάθος – Η διεθνής θέση της Τουρκίας», εκδ. Ποιότητα, μτφ. Νικόλαος Ραπτόπουλος, επιστ. Επιμ. Νεοκλής Σαρρής. 9η εκδ. ISBN 978-960-7803-57-3.
[3] Αυτές είναι οι εξής: ελευθερία διακίνησης προσώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων.
[4] http://kinimaamesodimokratias.blogspot.com.cy/2018/02/ Καταστατικές Θέσεις [Παρασκευή, 23 Φεβρουαρίου 2018]
[5] http://kinimaamesodimokratias.blogspot.com.cy/2017/10/ Αναλυτικές θέσεις: Έποικοι [Τρίτη, 3 Οκτωβρίου 2017]

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Ανακοίνωση σχετικά με την απόφαση της Πολεοδομίας για απόρριψη της αίτησης της εταιρείας H.C.M. για “ αξιοποίηση των χρυσοφόρων αποθεμάτων του μεταλλείου του Στρογγυλού στο Μαθιάτη”.

- ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ -

Το Κίνημα Αμεσοδημοκρατίας χαιρετίζει την απόφαση της Πολεοδομίας να απορρίψει την αίτηση της εταιρείας H.C.M. για “ αξιοποίηση των χρυσοφόρων αποθεμάτων του μεταλλείου του Στρογγυλού στο Μαθιάτη”.
 
Η απόφαση της πολεοδομίας εκδόθηκε με σχετική καθυστέρηση και εν μέσω αντιδεοντολογικών και απαράδεκτων παρεμβάσεων του Υπουργείου Μεταφορών για έγκριση μέρους του εν λόγω αιτήματος.
 
Τα όσα διημείφθησαν κατά την εξέταση του θέματος και η απόφαση της πολεοδομίας, επιβεβαιώνουν τόσο την δική μας, όσο και πολλών άλλων θέση ότι τα χαρακτηριστικά της περιοχής του μεταλλείου, δηλαδή η αρχαιολογική και περιβαλλοντική του αξία δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε μεταλλευτική δραστηριότητα. Τούτο ελπίζουμε να έγινε κατανοητό από την H.C.M. ώστε να μην επανέλθει ούτε και για έστω ενός κιλού μεταλλευτικού υλικού εκμετάλλευση από την περιοχή αυτή.

ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΕ ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ