Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Τμήμα Οδικών Μεταφορών: σαδισμός ή διαφθορά;

Η ασυδοσία που συνάντησε ο Κωνσταντίνος Φρίξου στο Τμήμα Οδικών μεταφορών (ΤΟΜ) και ιδιαίτερα στο δημόσιο Κέντρο τεχνικού Ελέγχου Μηχανοκίνητων Οχημάτων (ΚΕΜΟ), πιθανών να φανεί γνώριμη. Παρόμοια ασυδοσία αποκαλύπτεται σε διάφορες υπηρεσίες του κράτους, στις οποίες είμαστε αναγκασμένοι να απευθυνόμαστε. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια, όπως κάνουμε συνήθως οι περισσότεροι σε τέτοιες περιπτώσεις. Αντίθετα, αγωνίζεται όχι μόνο να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, αλλά να πολεμήσει αυτή τη νοσηρή κατάσταση, ώστε να μην συμβεί ξανά σε άλλους. Αν όλοι είχαμε μια τέτοια στάση, τέτοια φαινόμενα δεν θα υπήρχαν. Ως ΚΙΝΑΜΕ χαιρετίζουμε την πρωτοβουλία του, στεκόμαστε δίπλα του και καλούμε όλους όσους έχουν αντιμετωπίσει παρόμοιες καταστάσεις, να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Σε τελική ανάλυση, οι αρμόδιοι μπορούν να συμπεριφέρονται έτσι, επειδή εκτός από την εκάστοτε κυβέρνηση, τους το επιτρέπουμε και εμείς οι πολίτες.

Η μεταχείριση που δέχτηκε ο Κ. Φρίξου είναι τουλάχιστον ύποπτη. Δεν αποκλείεται πίσω από τη σαδιστική συμπεριφορά των επιθεωρητών του ΚΕΜΟ και της κάλυψής τους από τον διευθυντή του ΤΟΜ, να κρύβεται ένα κύκλωμα διαφθοράς. Φυσικά δεν κατηγορούμε κανέναν, προς το παρόν. Ωστόσο, τα γεγονότα δικαιολογούν τη διενέργεια έρευνας από πλευράς της πολιτείας. Ας δούμε όμως πρώτα τα γεγονότα, όπως τα περιγράφει ο ίδιος:

Ο Κωνσταντίνος Φρίξου, τελειόφοιτος φοιτητής του Τμήματος Μηχανικών Μηχανολογίας και Κατασκευαστικής του Πανεπιστημίου Κύπρου και απόφοιτος της δραματικής σχολής Βλαδίμηρου Καυκαρίδη, αγόρασε ένα παλιό λεωφορείο, με σκοπό να το μετατρέψει σε αυτοκινούμενο τροχόσπιτο, για τις ανάγκες του περιπλανώμενου θιάσου του. Θέλοντας να τηρήσει όλες τις απαιτήσεις του νόμου, απευθύνθηκε επανειλημμένως στα επαρχιακά γραφεία του ΤΟΜ για να συλλέξει τις απαραίτητες πληροφορίες. Οι πληροφορίες που πήρε, ήταν συχνά αντικρουόμενες. Στις 20/10/2016, μετά από υποδείξεις που έλαβε, αποτάθηκε στο ΤΟΜ για την εγγραφή του οχήματος ΜΡ 157 ως λεωφορείο, πριν να γίνει η αλλαγή σε τροχόσπιτο. Στην φάση αυτή, και αφού το όχημα είχε περάσει από τον έλεγχο των διαφόρων μηχανημάτων, του υποδείχθηκαν αρκετές επιδιορθώσεις.

Αφού ο ίδιος συμμορφώθηκε πλήρως με όλες τις υποδείξεις του τμήματος και αφού δαπάνησε το ποσό των 1200 ευρώ, ούτως ώστε να φέρει το όχημα στην προβλεπόμενή του κατάσταση, επανήλθε στις 18/11/2016 στο ΚΕΜΟ Λευκωσίας για επανέλεγχο. Τότε, ο υπεύθυνος επιθεωρητής, βλέποντας ότι είχαν γίνει όλα όσα είχαν ζητηθεί προηγουμένως, απέρριψε ξανά το αίτημα για έκδοση πιστοποιητικού καταλληλότητας και και του υπέδειξε επιπρόσθετες επιδιορθώσεις.

Σε δήλωση του κ. Φρίξου ότι, δεν προτίθεται να θέσει το όχημα σε κυκλοφορία ως λεωφορείο, αλλά ως αυτοκινούμενο τροχόσπιτο, ο εν λόγω επιθεωρητής απάντησε αδιάφορα ότι θα έπρεπε να είχε γίνει από την αρχή αυτή η μετατροπή, και όχι να προηγηθεί έκδοση πιστοποιητικού καταλληλότητας σαν λεωφορείο, παρόλο που αυτή ήταν η αρχική υπόδειξη του τμήματος!

Σε ερώτηση και πάλι του ιδίου κατά πόσον θα εκδοθεί άδεια καταλληλότητας μετά την μετατροπή του οχήματος σε τροχόσπιτο, ο επιθεωρητής απάντησε: «εάν το φέρεις ως τροχόσπιτο θα εκδοθεί η άδεια, αφού είναι εντάξει μηχανικά», πράγμα που φαίνεται και από το δεύτερο δελτίο ανεπιτυχούς τεχνικού ελέγχου, όπου σημειώνονται ελάχιστες υποδείξεις.

Έγιναν λοιπόν όλες οι απαιτούμενες επιδιορθώσεις και το όχημα μετατράπηκε σε τροχόσπιτο, κάνοντας έτσι το συνολικό δαπανηθέν ποσό να ξεπερνά τις 4000 ευρώ. Συγκεκριμένα ο κ. Φρίξου:


  1. Έλαβε άδεια μετατροπής του οχήματος σε τροχόσπιτο από τον αρμόδιο του τμήματος
  2. Κατέβαλε τον απαιτούμενο φόρο κατανάλωσης στο τελωνείο Λ/σίας και
  3. Έλαβε άδεια καταλληλότητας από την Ηλεκτρομηχανολογική Υπηρεσία για ηλεκτρική εγκατάσταση

Μετά από αυτά τα βήματα, επανήλθε στο ΚΕΜΟ Λευκωσίας για να ολοκληρωθεί η διαδικασία αλλαγής κατηγορίας του οχήματος του. Εκεί ο επιθεωρητής τον αντιμετώπισε ειρωνικά με χυδαιότατες εκφράσεις και βωμολοχίες, όπως: «Καλά ρε μαλάκα, ίντα που εν τούτα τα κρεβάθκια που έβαλες δαμέσα; Εν παρτούζες που εν να κάμνετε;». Να σημειωθεί ότι η έκφραση αυτή αποτελεί την «ηπιότερη» από όσες εκτόξευσε ο συγκεκριμένος επιθεωρητής, κρίνεται όμως σκόπιμο να μην αναφερθούν τα υπόλοιπα δημοσίως.

Αμέσως μετά και παρά το γεγονός ότι το όχημα πέρασε τον έλεγχο από τα μηχανήματα του τμήματος, χωρίς να ανεβρεθεί οποιοδήποτε πρόβλημα, ο εν λόγω επιθεωρητής, αναφώνησε: «Ε, τωρά που τα έκαμεν ούλλα, τι εν να έβρουμε να τον κόψουμε πάλε;». Τελικά αρνήθηκε να εκδώσει το πιστοποιητικό καταλληλότητας και κάλεσε ένα άλλο υπάλληλο της αρχής. Ο συγκεκριμένος υπάλληλος δήλωσε ότι το όχημα δεν μπορεί να λάβει πιστοποιητικό καταλληλότητας, λόγω παλαιότητας και σε πρόταση του κ. Φρίξου να του ανακοινωθούν εκ νέου τα πιθανά προβλήματα για να τα επιδιορθώσει ο υπάλληλος αυτός αναφώνησε επί λέξη: «Εν να σου γράψουμεν ότι εν διαλυμένον ολόκληρο το αμάξωμα για να μεν μπορείς να το σάσεις». Σε εκ νέου ερώτηση γιατί υποδείχτηκαν και μάλιστα γραπτώς όλες αυτές οι επιδιορθώσεις, ο ίδιος υπάλληλος θρασύτητα δήλωσε: «Μα εν εκατάλαβες γιατί σου εγράψαμεν τούτες ούλλες τες αλλαγές για να κάμεις; Πέρκι το αποφασίσεις τζαι εν ιξαναέρτεις».

Παρά την επιμονή του κ. Φρίξου να του δοθεί γραπτώς απάντηση για την απόρριψη του αιτήματος του, οι αρμόδιοι αρνήθηκαν να το πράξουν, διώχνοντας τον κακήν κακώς, χωρίς να εκδώσουν το προβλεπόμενο δελτίο ανεπιτυχούς τεχνικού ελέγχου.

Ακολούθως, στις 10/4/2017, η κατάσταση κοινοποιήθηκε στον διευθυντή του τμήματος κ. Σωτήρη Κολέττα, μέσω επιστολής δικηγόρου, στην οποία τέθηκαν τα εξής ερωτήματα: (α) Κατά πόσον τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από τη νομοθεσία και / ή τους κανονισμούς διαδικασίες (β) Κατά πόσον θα έπρεπε να δοθεί γραπτώς η απόρριψη του αιτήματος και (γ) Κατά πόσον η πρακτική του τμήματος είναι να απαιτούνται επιδιορθώσεις για οχήματα που είναι παντελώς ακατάλληλα και δεν πρόκειται να περάσουν από τον τεχνικό έλεγχο. Ενάμιση μήνα αργότερα και αφού είχε προηγηθεί και τέταρτη επιθεώρηση του οχήματος, δόθηκε πολυσέλιδη απάντηση από τη διεύθυνση του τμήματος, κρίνοντας την κατάσταση του οχήματος ως κάκιστη, αλλά αρνούμενη να απαντήσει στα ξεκάθαρα ερωτήματα που είχαν τεθεί ενώπιόν της.

Προφανώς, η χυδαία συμπεριφορά των υπαλλήλων του ΚΕΜΟ, παραβιάζει τον κώδικα δεοντολογίας των δημοσίων υπαλλήλων. Το άρθρο 60 του περί δημόσιας υπηρεσίας νόμου με τίτλο: «Θεμελιώδη καθήκοντα δημόσιων υπαλλήλων», ορίζει ότι ο δημόσιος υπάλληλος υπηρετεί τον λαό και οφείλει, μεταξύ άλλων:

«2 (α) Να ασκεί πάvτoτε τα καθήκοντα του αμερόληπτα απροσωπόληπτα και δίκαια και μόvo βάση αντικειμενικών κριτηρίων και να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προαγωγή της εύρυθμης λειτουργίας του Κράτους και της δημόσιας υπηρεσίας.
...
(γ) να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξυπηρέτηση του κoιvoύ με τρόπο αντικειμενικό, δίκαιο, απροσωπόληπτο και αμερόληπτο
...
(ε) να μην ενεργεί ή παραλείπει ή συμπεριφέρεται με τρόπο που δυνατόν να δυσφημήσει το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας γενικά ή τη θέση του ειδικά ή που δυνατόν να τείνει σε κλovισμό της εμπιστοσύνης του κoιvoύ στη δημόσια υπηρεσία
(στ) να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια, ευγένεια και ειλικρίνεια»
.

Η συμπεριφορά των υπαλλήλων χρήζει πειθαρχικής δίωξης, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 73 του ίδιου νόμου:

«(1) Δημόσιος υπάλληλος υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη:
(α) Αν διαπράξει παράπτωμα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα
(β) αν ενεργήσει ή παραλείψει κάτι με τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση oπoιoυδήπoτε από τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις δημόσιου υπαλλήλου»
.

Ωστόσο, εκτός από τις χυδαιότητες και την ανάρμοστη συμπεριφορά, εδώ έχουμε μια σκόπιμη ταλαιπωρία ενός πολίτη, τον οποίον οι επιθεωρητές του ΚΕΜΟ υπέβαλαν σε άσκοπο χάσιμο χρόνου, σε άδικους κόπους και απώλεια ενός μεγάλου χρηματικού ποσού, παραπλανώντας τον ότι το όχημα μπορεί να λάβει άδεια χρήσης. Και το ερώτημα είναι, γιατί έκαναν κάτι τέτοιο; Ο κ. Φρίξου δεν είχε προηγούμενα μαζί τους, ούτε καν τους γνώριζε πριν τα εν λόγω γεγονότα. Επιπλέον, πρόκειται για έναν νέο άνθρωπο, που προσπαθεί να ξεκινήσει την επαγγελματική του ζωή, μετά τις σπουδές του, ασκώντας τη θεατρική τέχνη που τόσο αγαπά. Γιατί να θέλουν να του κόψουν τα φτερά;

Εκείνο που κάνει ύποπτη τη συμπεριφορά των επιθεωρητών, είναι πως, αν ήθελαν απλώς να τον ξεφορτωθούν, όπως προκλητικά του είπαν, θα μπορούσαν απλούστατα να απορρίψουν από την αρχή το όχημα. Με αυτόν τον τρόπο, θα γλίτωναν από οποιεσδήποτε άλλες φασαρίες. Γιατί αντί αυτό, προτίμησαν να τον ταλαιπωρήσουν;

Αν επρόκειτο για έναν μόνο υπάλληλο, θα μπορούσε να αποδώσει κανείς αυτή τη συμπεριφορά σε κακεντρέχεια και σαδισμό. Όμως εδώ έχουμε τέσσερις ξεχωριστούς υπαλλήλους του ΚΕΜΟ να συμπεριφέρονται με παρόμοιο τρόπο, ενώ η διεύθυνση του ΤΟΜ, αντί να ζητήσει πειθαρχική έρευνα εναντίον τους, έσπευσε να τους καλύψει, με μια απαράδεκτη απάντηση που δεν έμπαινε στην ουσία του ζητήματος, δηλαδή της μεταχείρισης που έτυχε ο παραπονούμενος.

Προφανώς, οι υπάλληλοι δεν ήθελαν απλώς να «ξεφορτωθούν» τον κ. Φρίξου, αφού αντίθετα τον ανάγκαζαν να επιστρέφει επανειλημμένως στο κέντρο για νέες επιθεωρήσεις. Προφανώς, σε κάτι άλλο αποσκοπούσαν. Μήπως περίμεναν να τους προταθεί κάποιο ποσόν, ώστε να γίνει η δουλειά;

Η τακτική αυτή είναι πολύ γνωστή και διαδεδομένη. Ο αρμόδιος δεν μπορεί να ζητήσει άμεσα μίζα από τον πολίτη, γιατί με αυτόν τον τρόπο εκτίθεται και κινδυνεύει. Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση, οι διάλογοι έγιναν υπό την παρουσία κόσμου. Αντίθετα, αν ο πολίτης πλησιάσει τον αρμόδιο και του προτείνει τη μίζα, αυτομάτως είναι ένοχος για απόπειρα δωροδοκίας. Αυτό καθιστά την παράνομη πράξη ασφαλέστερη για τον αρμόδιο, αφού ο πολίτης χάνει τη δυνατότητα να προσφύγει στη δικαιοσύνη, χωρίς να ενοχοποιήσει τον εαυτό του. Αλλά για να φτάσει στο σημείο να προτείνει κάτι τέτοιο, ο πολίτης πρέπει να υποστεί μια μεγάλη ταλαιπωρία και έξοδα. Μόνο τότε, για να μην πάνε όλα χαμένα, ενδεχομένως να είναι διατεθειμένος να πληρώσει το τίμημα. Συνεπώς η πολιτεία οφείλει να εξετάσει σε βάθος την υπόθεση, η οποία μυρίζει διαφθορά.

Ως ΚΙΝΑΜΕ ζητούμε:

  • Τη διενέργεια έρευνας από τις αρχές για ενδεχόμενη διαφθορά, τόσο των τεσσάρων υπαλλήλων του ΚΕΜΟ όσο και του διευθυντή του ΤΟΜ.
  • Την παραδειγματική τιμωρία των τεσσάρων υπάλληλων του ΚΕΜΟ, τουλάχιστον για την παραπλάνηση του κ. Φρίξου και την ανάρμοστη συμπεριφορά που επέδειξαν.
  • Την αποζημίωση του Κωνσταντίνου Φρίξου για τα έξοδα και την ταλαιπωρία που υπέστηκε λόγω των υποδείξεων του ΤΟΜ και του ΚΕΜΟ.
  • Την τροποποίηση του σχετικού νόμου, ώστε η πρώτη επιθεώρηση ενός οχήματος από το ΚΕΜΟ, η οποία καταλήγει σε υποδείξεις για επιδιορθώσεις, να είναι δεσμευτική για την υπηρεσία, όσον αφορά την έκδοση πιστοποιητικού καταλληλότητας, εφόσον οι επιδιορθώσεις πραγματοποιηθούν με επιτυχία και εφόσον δεν προκύψει οποιαδήποτε νέα βλάβη στο ενδιάμεσο διάστημα. Διαφορετικά, ο πολίτης πρέπει να αποζημιώνεται για οποιαδήποτε έξοδα που επωμίστηκε, λόγω των υποδείξεων της επιθεώρησης.

Όλα τα σχετικά έγγραφα που σχετίζονται με την υπόθεση παρατίθενται στην ιστοσελίδα του facebook της Ομάδας διαμαρτυρίας αγανακτισμένων πολιτών ενάντια στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών, που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Φρίξου.

Καλούμε όσους συμπολίτες μας έχουν πέσει θύματα ανάλογης συμπεριφοράς από το εν λόγω τμήμα, να επικοινωνήσουν με την ομάδα διαμαρτυρίας και να ενώσουν της δυνάμεις τους για την αποκατάσταση της αδικίας και την εξάρθρωση του καρκινώματος που, όπως αντιλαμβανόμαστε, αναπτύχθηκε στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών.

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Η κατάλυση του Συντάγματος (περιληπτικό)

Το 2006, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας καταλύθηκε ολοκληρωτικά από το ίδιο το κοινοβούλιο, με μια πραξικοπηματικού χαρακτήρα αναθεώρηση. Μάλιστα, το Σύνταγμα δεν καταλύθηκε για να επιβληθεί ένα άλλο, αλλά στην ουσία καταργήθηκε η ίδια η ύπαρξη πρωτογενούς δικαίου στην Κύπρο. Διότι η τροποποίηση δεν έθεσε μόνο το πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και οποιουσδήποτε κανονισμούς, οδηγίες, πράξεις και μέτρα νομοθετικού χαρακτήρα που αποφασίζονται από την ΕΕ και τα θεσμικά της όργανα, υπεράνω του Συντάγματος. Η Βουλή, η οποία ψήφισε την παράνομη τροποποίηση, αλλά και ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο που έδωσε την συναίνεσή του, είναι ένοχο για πράξη εσχάτης προδοσίας, με την ευρύτερη σημασία του όρου, ή – αν θέλουμε να μιλήσουμε σε αυστηρά νομική γλώσσα, καθώς ο κυπριακός ποινικός κώδικας δίνει ένα πολύ στενό ορισμό της εσχάτης προδοσίας – είναι ένοχη για εγκλήματα κατά του Συντάγματος και της συνταγματικής τάξης, σύμφωνα με το άρθρο 156 του Συντάγματος αλλά και των άρθρων 36 και 47 του ποινικού κώδικα.

Πως έγινε η κατάλυση του Συντάγματος


Πριν την τροποποίηση, το άρθρο 179 έθετε το Σύνταγμα ως τον ανώτατο νόμο της Δημοκρατίας και δήλωνε ρητώς ότι ούτε η Βουλή, ούτε οποιοδήποτε όργανο, αρχή ή πρόσωπο νομιμοποιείται να πάρει αποφάσεις ασύμφωνες με το σύνταγμα. Επιπλέον, το άρθρο 182, ορίζει ότι, όσα άρθρα του συντάγματος καταγράφονται στο παράρτημα ΙΙΙ, δεν μπορούν με κανένα τρόπο να τροποποιηθούν. Η κατάλυση του Συντάγματος συντελέστηκε με την προσθήκη ενός νέου άρθρου, του 1Α, και της τροποποίησης του άρθρου 179. Το άρθρο 1Α έχει ως ακολούθως:

«Ουδεμία διάταξη του Συντάγματος θεωρείται ότι ακυρώνει νόμους που θεσπίζονται, πράξεις που διενεργούνται ή μέτρα που λαμβάνονται από τη Δημοκρατία τα οποία καθίστανται αναγκαία από τις υποχρεώσεις της ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε εμποδίζει Κανονισμούς, Οδηγίες ή άλλες πράξεις ή δεσμευτικά μέτρα νομοθετικού χαρακτήρα που θεσπίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή από τα θεσμικά τους όργανα ή από τα αρμόδιά τους σώματα στη βάση των συνθηκών που ιδρύουν τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από του να έχουν νομική ισχύ στη Δημοκρατία».

Το άρθρο 179, που έθετε το Σύνταγμα ως τον υπέρτατο νόμο του κράτους, τροποποιήθηκε ως εξής:

«1. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 1Α, το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας. 2. Ουδείς νόμος ή απόφασις της Βουλής των Αντιπροσώπων ή εκατέρας Κοινοτικής Συνελεύσεως ως και ουδεμία πράξις ή απόφασις οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου εν τη Δημοκρατία ασκούντος εκτελεστικήν εξουσίαν ή οιονδήποτε διοικητικόν λειτούργημα δύναται να είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπον αντίθετος ή ασύμφωνος προς οιανδήποτε των διατάξεων του Συντάγματος ή προς οποιαδήποτε υποχρέωση επιβάλλεται στη Δημοκρατία ως αποτέλεσμα της συμμετοχής της ως κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Η τροποποίηση αυτή καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία ως ανεξάρτητο κράτος, αφού αφαιρεί από τον κυπριακό λαό την δυνατότητα αυτοθέσμισης και γενικότερα την δυνατότητα λήψης αποφάσεων. Επιτρέπει την μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σε ξένα κέντρα λήψης αποφάσεων, ακόμα και αν αυτό έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα. Πάνω από τη θέληση του λαού, τίθενται οι αποφάσεις ατόμων που δεν ανήκουν σ' αυτόν και τους οποίους δεν επιλέγει ο ίδιος. Τις αποφάσεις αυτές, ο λαός δεν μπορεί, στην πράξη, να τις επηρεάσει με κανένα τρόπο. Άρα, η αναθεώρηση αυτή παραβιάζει ακόμα και το άρθρο 1 του Συντάγματος, που ορίζει τη μορφή του πολιτεύματος ως προεδρική δημοκρατία: «Η Κυπριακή Πολιτεία είναι ανεξάρτητος και κυρίαρχος Δημοκρατία, προεδρικού συστήματος ...».

Τα άρθρα του παραρτήματος ΙΙΙ του Συντάγματος, εκείνα δηλαδή που σύμφωνα με το άρθρο 182 «δεν δύνανται, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, να τροποποιηθώσι δια μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως», παρακάμπτονται μέσω της τροποποίησης του 2006. Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από την αφαίρεση από τον κυπριακό λαό της δυνατότητας λήψης αποφάσεων, αλλάζει ο χαρακτήρας του Συντάγματος, με την μετατροπή του από «σκληρό» σε «μαλακό». Τα σύγχρονα συντάγματα διαθέτουν ένα σκληρό πυρήνα, δηλαδή άρθρα που δεν επιδέχονται τροποποίηση, μεταξύ άλλων για να διασφαλίζεται ο δικαιοκρατικός χαρακτήρας του πολιτεύματος και να αποτρέπονται θεμελιώδεις αλλαγές από πρόσκαιρες πλειοψηφίες, που μπορούν να αποδιοργανώσουν την πολιτεία. Υπεράνω αυτού το σκληρού πυρήνα, τίθενται με την τροποποίηση οι ευμετάβλητες αποφάσεις των διαφόρων οργάνων της ΕΕ. Τα θεμέλια του πολιτεύματος άλλαξαν, χωρίς ο λαός να ερωτηθεί ή να ενημερωθεί.

Πως δικαιολογήθηκε η τροποποίηση


Οι αναθεωρητές προέβησαν σε νομικές ακροβασίες πρωτοφανούς φαιδρότητας. Το Σύνταγμα του 1960, είχε την ανωμαλία να μην συμπεριλαμβάνει το άρθρο 179, που θεμελιώνει την ίδια του την υπόσταση, στα άρθρα εκείνα που δεν δύναται να τροποποιηθούν! Αυτό το γεγονός χρησιμοποιήθηκε για να αποδοθεί νομιμοφάνεια στην πραξικοπηματική τροποποίηση. Ο κ. Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, στο βιβλίο του «Η υπέρβαση του Κυπριακού Συντάγματος» [1], βραβευμένο από ένα ευρωπαϊκά προσανατολισμένο οργανισμό, γράφει: «Αναμφίβολα η τροποποίηση του άρθρου 179 του Συντάγματος αποτελούσε την πλέον ενδεδειγμένη νομοτεχνικά λύση»!

Ωστόσο, ανεξάρτητα από την μη συμπερίληψη του άρθρου 179 στο παράρτημα ΙΙΙ του Συντάγματος, από πλευράς συστηματικής ερμηνείας του (του 179), είναι προφανές ότι οι ίδιοι λόγοι που απαγορεύουν την τροποποίηση των άρθρων του παραρτήματος ΙΙΙ, ισχύουν αναγκαστικά και για το άρθρο 179, καθώς με την αναίρεση της υπόστασης του Συντάγματος ως τον υπέρτατο νόμο του κράτους, επιτρέπουν την de facto αναίρεση των άρθρων του παραρτήματος ΙΙΙ, από ένα οποιοδήποτε κανονισμό ή οδηγία της Ε.Ε. που δε συνάδει με τις διατάξεις τους. Ο ουσιώδης, για την ίδια τη υπόσταση του Συντάγματος, χαρακτήρας του άρθρου 179, επιβάλλει την απαγόρευση της τροποποίησής του. Όπως εξηγεί ο Έλληνας συνταγματολόγος Αντώνης Μανιτάκης:

«Η αυστηρότητα του Συντάγματος δημιουργεί, λοιπόν, ένα ακόμη όριο στην αναθεώρησή του, όριο που η συνταγματική θεωρία κατατάσσει στα σιωπηρά όρια, σε αντιδιαστολή προς τα ρητά ή τυπικά όρια, τα οποία διακρίνονται σε ουσιαστικά και διαδικαστικά. [§] Τα σιωπηρά όρια αποκαλούνται έτσι, διότι δεν δηλώνονται πουθενά ρητά, αλλά προκύπτουν λογικά από την όλη οικονομία και το πνεύμα του άρθρου που αφορά την αναθεώρηση. Είναι, εξάλλου, στενά συνδεδεμένα με τη μορφή του πολιτεύματος και συνάπτονται με την ταυτότητα και τα θεμελιώδη δομικά στοιχεία της συνταγματικής τάξης, στην οποία αναφέρονται [2]».

Να σημειώσουμε εδώ ότι το «πνεύμα» των διατάξεων του Συντάγματος, λαμβάνεται υπόψιν, κατά την ερμηνεία τους, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 180: «Εν περιπτώσει ασαφείας, το Σύνταγμα ερμηνεύεται υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου λαμβανομένου υπόψη και του κειμένου των συμφωνιών Ζυρίχης της 11ης Φεβρουαρίου, 1959, και Λονδίνου της 19ης Φεβρουαρίου, 1959, κατά τε το γράμμα και το πνεύμα αυτών». Συνεχίζοντας, ο Δρ. Μανιτάκης αναφέρει:

«Ανακεφαλαιώνοντας, χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι, εφόσον αποκλείεται από το Σύνταγμα κάθε συνταγματική μεταβολή που οδηγεί άμεσα ή έμμεσα στην αλλαγή της μορφής και της βάσης του πολιτεύματος, θα πρέπει, κατά λογική ακολουθία, να απορριφθεί και κάθε τροποποίηση της διαδικασίας αναθεώρησης, η οποία καθιστώντας το Σύνταγμα ηπιότερο, καταλήγει, δια της πλάγιας οδού, καταστρατηγώντας μη αναθεωρήσιμη θεμελιώδη συνταγματική διάταξη, στο ίδιο αποτέλεσμα. Δεν υπόκειται, πάντως, σε αναθεώρηση κάθε αρχή ή θεσμός που προσδίδει στο πολίτευμα την ταυτότητά του και εξασφαλίζει τη συνέχειά του. Τα σιωπηρά όρια της αναθεώρησης συνδέονται, επομένως, με τις θεμελιώδεις αρχές ή αξίες του πολιτεύματος και της έννομης τάξης, και αποτελούν μέρος αυτού που η ιταλική θεωρία αποκαλεί πραγματικό Σύνταγμα. Στο πραγματικό σύνταγμα υπάγονται το σύνολο των κανόνων ή αρχών, που, ανεξάρτητα αν είναι ρητά αποτυπωμένοι στο Σύνταγμα, συγκροτούν το σκληρό εκείνο πυρήνα της συνταγματικής τάξης, ο οποίος της εξασφαλίζει αποτελεσματική εφαρμογή, συνέχεια, ερμηνευτική ενότητα και της προσδίδει την ταυτότητά της [3]».

Είναι λοιπόν τόσο από πλευράς νομικής επιστήμης όσο και από πλευράς κοινής λογικής, πως καμιά αναθεωρητική πράξη της βουλής δεν μπορεί να είναι νόμιμη, όταν υποβαθμίζει την ίδια την υπόσταση του Συντάγματος και όταν υποβαθμίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού. Λυπούμαστε να παρατηρήσουμε πως, όταν ένας νομικός κρίνει μια τέτοια πράξη της βουλής ως «ενδεδειγμένη νομοτεχνικά λύση», αυτό εγείρει ζήτημα επιστημονικής αλλά και ηθικής αρτιότητας για τον ίδιο.

Γιατί ο κυπριακός λαός δεν αντέδρασε


Ο κύριος λόγος για τον οποίο δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίδραση του ίδιου του λαού, είναι, απλούστατα, επειδή δεν ενημερώθηκε ποτέ. Οι περισσότεροι Κύπριοι δεν έχουν καθόλου γνώση του περιεχομένου της τροποποίησης και εκπλήσσονται όταν τους επιστήσει κανείς την προσοχή στα άρθρα 1Α και 179. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί και την πλήρη απουσία οποιασδήποτε αντίστασης από τον πολιτικό και τον νομικό κόσμο της Κύπρου. Έκτος από το ΚΙΝΑΜΕ, δεν υπήρξε μέχρι σήμερα καμιά φωνή που να αναδεικνύει την κατάλυση του Συντάγματος. Κανένας δεν φαίνεται να θέλει να το υπερασπιστεί. Αυτό ισχύει για διάφορους λόγους.

Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ένα δοτό Σύνταγμα, το οποίο ο Κυπριακός λαός αναγκάστηκε να δεχτεί ενόσω ήταν υποτελής σε ένα ξένο κράτος (το Ηνωμένο Βασίλειο) και ως εκ τούτου δεν είναι προϊόν της ελεύθερης του βούλησης. Ο ηγέτης των Ελληνοκυπρίων και πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ', δήλωσε ότι υπέγραψε τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, οι οποίες οδήγησαν στην γέννηση του κράτους και τη σύνταξη του Συντάγματος, στη διαπραγμάτευση των οποίων δεν συμμετείχε, «με το πιστόλι στον κρόταφο», ενώ τον Απρίλιο του 1964 τις κατάγγειλε μονομερώς.

Επιπλέον, το δοτό σύνταγμα δεν λειτούργησε καθόλου. Η αποτυχία του συντάγματος, αντί να αποδοθεί στους σχεδιαστές του, αντί να αποδοθεί σε εκείνους που εξανάγκασαν με εκβιασμούς τον κυπριακό λαό να το δεχτεί, αποδόθηκε στον ίδιο τον Κυπριακό λαό. Από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, είδαμε την ίδια τακτική να επαναλαμβάνεται πολλές φορές, από τις διάφορες ξένες δυνάμεις που παίζουν τα γεωπολιτικά τους παιγνίδια εις βάρος μας: το να μας καθιστούν υπόλογους για όποια απόφαση πήραμε ως λαός, έχοντας να επιλέξουμε ανάμεσα στις επιλογές που εκείνοι σχεδίασαν για μας και που εκβιαστικά έθεσαν ενώπιόν μας.

Η μόνη θεραπεία σε αυτή την συνταγματική ανωμαλία, θα ήταν η Συντακτική Εθνοσυνέλευση του ενιαίου, επανενωμένου κυπριακού λαού, για τη δημιουργία ενός νέου Συντάγματος. Αυτός θα έπρεπε να είναι ο υπέρτατος στόχος μας ως λαός, Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων και γενικά όλων των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ανεξαρτήτως της θέσης μας στο πολιτικό φάσμα, των θρησκευτικών μας πεποιθήσεων ή της καταγωγής μας. Μια συντακτική εθνοσυνέλευση η οποία θα συνθέσει τις συνιστώσες που αποτελούν το φάσμα των απόψεων του λαού μας, για να δημιουργήσει ένα κράτος θεμελιωμένο πάνω στη δική μας βούληση. Ένα κράτος που θα σχεδιαστεί έτσι ώστε να ενθαρρύνει την συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες του και του οποίου όλες οι εξουσίες θα πηγάζουν με τον αμεσότερο δυνατό τρόπο από τους ίδιους τους πολίτες.

Το γεγονός ότι το Σύνταγμά μας είναι προϊόν επιβολής, και επειδή, σε μεγάλο βαθμό, οδήγησε στην τραγωδία του 1974, δικαιολογημένα βρίσκεται χαμηλά στην εκτίμηση των Κυπρίων. Αυτό όμως εγγυμονεί μεγάλους κινδύνους. Γιατί η κατάλυση του Συντάγματος, από οποιουδήποτε ντόπιους ή ξένους παράγοντες, οι οποίοι δεν εκπροσωπούν το λαό και τη βούλησή του, όχι μόνο οδηγεί στην υποτέλεια του κυπριακού λαού, αλλά θέτει σε κίνδυνο και την ίδιά του την φυσική υπόσταση. Κατάλυση του Συντάγματος σημαίνει κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, πράγμα που αφήνει τον λαό μας απροστάτευτο και έρμαιο εκείνων που επιβουλεύονται την πατρίδα μας.

Από την άλλη μεριά, έχουμε μια σχεδόν ομόφωνη προσήλωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία ο κυπριακός λαός βλέπει ως προστάτιδα δύναμη απέναντι στην Τουρκιά. Παρόλο τον αντιδημοκρατικό και αντιλαϊκό χαρακτήρα της, παρόλο που η ΕΕ έχει αφαιμάξει οικονομικά τα αδύναμα κράτη του ευρωπαϊκού νότου και προπαντός, παρόλο που έχει καταστρέψει ολοσχερώς την Ελλάδα, όχι μόνο από οικονομικής και θεσμικής άποψης, άλλα σε σημείο γενοκτονίας του Ελληνικού πληθυσμού, παρόλο ακόμα που επέτρεψε στην Τουρκία, να προβεί σε άνευ προηγουμένου ενέργειες και διεκδικήσεις, που παραβιάζουν την εθνική κυριαρχία, τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδας, εντούτοις οι Κύπριοι, εθελοτυφλώντας, συνεχίζουν να βλέπουν την ΕΕ ως προστάτιδα δύναμη. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη ανάλυση του νομικού Νεόφυτου Χατζηλοΐζου, εν όψη της επικείμενης τότε ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Ο Νεόφυτος Χατζηλοΐζου, εξετάζοντας σε κείμενό του το 2003 τα αδιέξοδα που θα δημιουργούσε η προσπάθεια προσαρμογής του Συντάγματος ώστε αυτό να επιτρέπει την ένταξη της Κύπρου, έγραφε:

«Στο παράρτημα ΙΙΙ (σε συνδυασμό με το άρθρο 182) του Συντάγματος περιέχεται ο πίνακας των θεμελιωδών διατάξεών του, των οποίων απαγορεύεται η αναθεώρηση. Πολλές από τις διατάξεις αυτές θέτουν φραγμούς και εμπόδια στη συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η προοπτική συνεπάγεται τη μεταβίβαση μιας διευρυμένης δέσμης αρμοδιοτήτων της Νομοθετικής, Εκτελεστικής και Δικαστικής εξουσίας από την Κύπρο ως κράτους-μέλους στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα όργανά της. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται και στην περίπτωση της Κύπρου είναι αν και πως θα μπορέσει η Δημοκρατία να εξοπλισθεί συνταγματικά, για να συμμετάσχει απρόσκοπτα στη νέα θεσμική ζωή της; Θα αρκούσε για τον σκοπό αυτό η ad hoc ενσωμάτωση στο Σύνταγμα της μιας νέας διάταξης με ευρεία κανονιστική εμβέλεια;
Δεν θα αργήσει να διαφανεί ενόψει της αυστηρότητος και ακαμψίας του Συντάγματος, η στενή σχέση αναλογίας, που θα έχουν οι δυο θεσμοί μεταξύ τους, δηλαδή το Σύνταγμα από την μια, και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα από την άλλη. Η σχέση αυτή θα αναδεικνύει τις όλο και μεγαλύτερες «διαβρώσεις» και «ρωγμές» που θα υφίσταται το Σύνταγμα της Κύπρου, όσο η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση του Νησιού θα προχωρεί όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό.
Είναι γεγονός ότι η απουσία μιας διάταξης στο Σύνταγμα, η οποία θα διευθετούσε η θα άφηνε περιθώρια για συνταγματική αποδοχή της ένταξης στην Ευρώπη, παρόμοιας με αυτές που ισχύουν σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως π.χ. το άρθρο 28 του Ελληνικού Συντάγματος – οδηγεί σε νομικά αδιέξοδα, δεδομένου ότι από τη μια το Σύνταγμα δεν επιτρέπει την απονομή μέρους των εξουσιών, είτε προέρχονται από τη Νομοθετική, είτε από την Εκτελεστική ή από τη Δικαστική εξουσία, και από την άλλη η ενοποιητική λειτουργιά θα οδηγεί σε «απορρόφηση» από τα κοινοτικά όργανα, των αρμοδιοτήτων που το ίδιο το Σύνταγμα απένειμε στα κρατικά όργανα [4]».

Ο συγγραφέας κατέληγε στο εξής συμπέρασμα:

«Επομένως βρισκόμαστε ενώπιον του διλήμματος Σύνταγμα ή Ευρώπη, δηλαδή ένταξη στην Ευρώπη με οποιοδήποτε κόστος, ακόμη και με παραβίαση θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος, ή διαφύλαξή του ως «κόρη οφθαλμού» και μη προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση».

Η προσωπική του προτίμηση ήταν σαφής:

«Η πραγματικότητα καταδεικνύει ότι η ανάγκη ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπερτερεί της ίδιας της επιταγής του σεβασμού προς το Σύνταγμα και της προστασίας του».

Η προδοσία


Ο κυπριακός ποινικός κώδικας, στο άρθρο 36, δίνει ένα ιδιαίτερα στενό ορισμό της «εσχάτης προδοσίας», αφού περιλαμβάνει μόνο όποιον «ενεργά αναμειγνύεται σε ένοπλες εχθροπραξίες εναντίον της Δημοκρατίας», όποιον παρέχει βοήθεια σε χώρα ή σε ένοπλες δυνάμεις που είναι αναμεμιγμένες σε ένοπλες εχθροπραξίες εναντίον της Δημοκρατίας, ή ανατρέπει με τη χρήση βίας τη νόμιμη Κυβέρνηση της Δημοκρατίας. Η μη βίαιη ανατροπή της συνταγματικής τάξης δεν εμπίπτει επομένως στον ορισμό της εσχάτης προδοσίας. Ήδη το κυπριακό Σύνταγμα, με το άρθρο 156, διαχωρίζει την εσχάτη προδοσία από «αδικήματα κατά του Συντάγματος και της συνταγματικής τάξεως», αν και καθορίζει τις ίδιες, ειδικές διαδικασίες, εκδίκασης των αδικημάτων αυτών.

Πρόκειται βέβαια για μια ιδιαιτερότητα της κυπριακής νομοθεσίας. Για σκοπούς σύγκρισης, ο ελληνικός ποινικός κώδικας δίνει ένα πολύ καλύτερο ορισμό. Μεταξύ άλλων, το άρθρο 134, που φέρει τον τίτλο «εσχάτη προδοσία», περιλαμβάνει (παράγραφος 2) όποιον:

«... επιχειρεί με βία ή απειλή βίας ή με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού».

Οι θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος καθορίζονται στο άρθρο 134α, στο οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνεται:

«... η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας από το Σύνταγμα και τους νόμους».

Με την ευρύτερη έννοια του όρου, η κατάλυση του Συντάγματος και η ανατροπή του πολιτεύματος χωρίς νομιμοποίηση από το λαό (π.χ. με Συντακτική Εθνοσυνέλευση και επικύρωση με δημοψήφισμα), είναι αναμφιβόλως εσχάτη προδοσία [5].

Ως εκ τούτου, η Βουλή και όλα τα όργανα, αρχές και πρόσωπα που εμπλέκονται σ' αυτή την πράξη, ενέχονται σε αδίκημα ανατροπής της συνταγματικής τάξης – και αυτό με την νομική σημασία του όρου. Τα αδικήματα αυτά επισείουν ποινές φυλάκισης, τόσο βάσει του άρθρου 156 του Συντάγματος, όσο και βάσει του άρθρου 47 του ποινικού κώδικα, το οποίο αφορά «ενέργειες σε βάρος της κυριαρχίας της Δημοκρατίας». Πέρα όμως από τις ποινικές ευθύνες, υπάρχουν ηθικές και πολιτικές ευθύνες, οι οποίες απλώνονται σε ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού κόσμου της Κύπρου. Ιδιαίτερα όποιος κατείχε πολιτειακά αξιώματα όφειλε από τη θέση του να προσπαθήσει να σταματήσει αυτό το έγκλημα και να το καταγγείλει δημοσίως. Αυτή η ευθύνη βαραίνει βέβαια και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Η καθολικότητα αυτή της ευθύνης δεν την μετριάζει. Είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι το πολιτικό μας σύστημα έχει σαπίσει και χρειάζεται να το αλλάξουμε.
  1. Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης, «Η υπέρβαση του Κυπριακού Συντάγματος», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006, ISBN 960-445-111-1. Βραβείο «Άννυς Τσάτσου», του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου.
  2. Αντώνης Μανιτάκης, «Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας», εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1994, ISBN 960-301-165-7. Βλ. Κεφ.9, σελ. 308
  3. Οπ. π. σελ. 309.
  4. Νεόφυτος Χατζηλοΐζου, «Συνταγματικό δίκαιο και η συνταγματική πραγματικότητα στην Κύπρο», Μάιος 2003.
  5. Π.χ.: «προδοσία (η) [αρχ.] [προδοσιών] 1. η αθέτηση (εκ μέρους κάποιου) των ηθικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει, κυρ. προκειμένου να εξυπηρετήσει ιδιοτελείς σκοπούς, για λόγους προσωπικού συμφέροντος ΣΥΝ (εκφραστ.) ξεπούλημα 2. η δόλια πρόκληση βλάβης (σε κάποιον/κάτι), κυρ. ευνοώντας τον εχθρό του ή αποκαλύπτοντας το μυστικό του 3. (ειδικότ.) η βλάβη της πατρίδας ή των συμφερόντων της, λ.χ. με μυστική συνεργασία με τους εχθρούς, με παράδοση σε αυτούς τμήματος στρατού, οχυρής θέσεως κλπ., με εγκατάλειψη θέσεως σε ώρα μάχης 4. ΝΟΜ. Εσχάτη προδοσία (α) κάθε πράξη που συνιστά προσβολή του πολιτεύματος (βλάβη, διακινδύνευση ή διατάραξή του), καθώς και κάθε πράξη που στρέφεται κατά της ζωής φορέων πολιτειακών λειτουργημάτων (β) κάθε ενέργεια που στρέφεται κατά της ασφάλειας της πατρίδας και της εθνικής ακεραιότητας». Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ.Μπαμπινιώτη, Γ' έκδοση (τα παραδείγματα έχουν παραληφθεί).